εχεπευκής: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(15) |
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐχεπευκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[οξύς]], [[διαπεραστικός]], [[αιχμηρός]] ( | |mltxt=[[ἐχεπευκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[οξύς]], [[διαπεραστικός]], [[αιχμηρός]] («αὐτοῖσι [[βέλος]] ἐχεπευκὲς ἐφιείς βάλλ'» — έριχνε [[εναντίον]] τους αιχμηρά βέλη, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πικρός]] («σικύοιο ἐχεπευκέαν ῥίζαν», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθετο με α' σύνθ. <i>εχε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i> I) και β' σύνθ. αμάρτυρο ουσ. [[πεύκος]] ή άλλης μορφής όνομα, το οποίο θα [[πρέπει]] να συνδέεται με το θ. τών [[πεύκη]], [[πευκεδανός]], [[πευκάλιμος]]. Η σημ. του επιθ. «[[πικρός]]», που απαντά στον Ευστάθιο και στον Νίκανδρο, [[είναι]] [[υστερογενής]] και προήλθε [[προφανώς]] από την αρχική σημ. «[[οξύς]], [[διαπεραστικός]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:10, 24 May 2022
Greek Monolingual
ἐχεπευκής, -ές (Α)
1. οξύς, διαπεραστικός, αιχμηρός («αὐτοῖσι βέλος ἐχεπευκὲς ἐφιείς βάλλ'» — έριχνε εναντίον τους αιχμηρά βέλη, Ομ. Ιλ.)
2. πικρός («σικύοιο ἐχεπευκέαν ῥίζαν», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετο με α' σύνθ. εχε- (< έχω I) και β' σύνθ. αμάρτυρο ουσ. πεύκος ή άλλης μορφής όνομα, το οποίο θα πρέπει να συνδέεται με το θ. τών πεύκη, πευκεδανός, πευκάλιμος. Η σημ. του επιθ. «πικρός», που απαντά στον Ευστάθιο και στον Νίκανδρο, είναι υστερογενής και προήλθε προφανώς από την αρχική σημ. «οξύς, διαπεραστικός»].