ἐφώριος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐφώριος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται στον κατάλληλο καιρό, στην ώρα του, ώριμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὥριος]] ποιητ. τ. του [[ὡραῖος]] «ώριμος, ευρισκόμενος στην κατάλληλη ώρα» (<span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i>)].
|mltxt=[[ἐφώριος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται στον κατάλληλο καιρό, στην ώρα του, ώριμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὥριος]] ποιητ. τ. του [[ὡραῖος]] «ώριμος, ευρισκόμενος στην κατάλληλη ώρα» (<span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐφώριος:''' -ον ([[ὥρα]]), ώριμος, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφώριος Medium diacritics: ἐφώριος Low diacritics: εφώριος Capitals: ΕΦΩΡΙΟΣ
Transliteration A: ephṓrios Transliteration B: ephōrios Transliteration C: eforios Beta Code: e)fw/rios

English (LSJ)

ον, (ὥρα)

   A mature, AP9.563 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1124] (ὥρα), zeitig, Leon. Tar. 45 (IX, 563).

Greek (Liddell-Scott)

ἐφώριος: -ον, (ὥρα) πέπειρος, ὥριμος, Ἀνθ. Π. 9. 563.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
opportun.
Étymologie: ἐπί, ὥρα.

Greek Monolingual

ἐφώριος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται στον κατάλληλο καιρό, στην ώρα του, ώριμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὥριος ποιητ. τ. του ὡραῖος «ώριμος, ευρισκόμενος στην κατάλληλη ώρα» (< ὥρα)].

Greek Monotonic

ἐφώριος: -ον (ὥρα), ώριμος, σε Ανθ.