ἐχομένως: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(15) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐχομένως]] και ἐχόμενα (ΑΜ)<br />(επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του έχομαι)<br />(με γεν.) [[αμέσως]], [[έπειτα]], [[κατόπιν]], εν συνεχεία, σε άμεση [[επαφή]], σε [[προέκταση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με γεν.)<br /><b>1.</b> [[πλησίον]], [[κοντά]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[μαζί]] με κάποιον, στο [[σπίτι]] κάποιου. | |mltxt=[[ἐχομένως]] και ἐχόμενα (ΑΜ)<br />(επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του έχομαι)<br />(με γεν.) [[αμέσως]], [[έπειτα]], [[κατόπιν]], εν συνεχεία, σε άμεση [[επαφή]], σε [[προέκταση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με γεν.)<br /><b>1.</b> [[πλησίον]], [[κοντά]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[μαζί]] με κάποιον, στο [[σπίτι]] κάποιου. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐχομένως:''' [[ἔχω]] 9] вслед, непосредственно ([[ἐφεξῆς]] καὶ ἑ. Plut.): ἐ. τινός Diog. L. непосредственно за кем-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv. pres. part. of ἔχομαι,
A = ἐφεξῆς, prob. in Epicur. Ep.2p.40U., cf. Apollod.3.1.1, Ph.1.84, A.D.Pron.101.6, Bito 57.1, Petos. ap. Vett.Val.332.32, etc.; ἐ. τινός next after him, D.L.4.23.
German (Pape)
[Seite 1126] adv. zu ἐχόμενος, unmittelbar darauf; λέγειν Apolld. 3, 1, 1; a. Sp.; τινός, gleich nach Einem, D. L. 4, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχομένως: Ἐπίρρ. τοῦ ἔχομαι, = ἐφεξῆς. Ἀπολλόδ. 3. 1, 1. Ἀπολλων. περὶ Ἀντωνυμ. 128Β· ἐχομένως τινός, κατόπιν μετά τινα, Διογ. Λ. 4. 23.
Greek Monolingual
ἐχομένως και ἐχόμενα (ΑΜ)
(επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του έχομαι)
(με γεν.) αμέσως, έπειτα, κατόπιν, εν συνεχεία, σε άμεση επαφή, σε προέκταση
αρχ.
(με γεν.)
1. πλησίον, κοντά σε κάτι
2. μαζί με κάποιον, στο σπίτι κάποιου.
Russian (Dvoretsky)
ἐχομένως: ἔχω 9] вслед, непосредственно (ἐφεξῆς καὶ ἑ. Plut.): ἐ. τινός Diog. L. непосредственно за кем-л.