ηεροφεγγής: Difference between revisions
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἠεροφεγγής]], -ές (Α)<br />ήεροφαής, αυτός που λάμπει στον αέρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηερο</i>-, ιων. τ. του <i>αερο</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>αήρ</i>, | |mltxt=[[ἠεροφεγγής]], -ές (Α)<br />ήεροφαής, αυτός που λάμπει στον αέρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηερο</i>-, ιων. τ. του <i>αερο</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>αήρ</i>, [[πρβλ]]. ιων. γεν. <i>ηέρος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φεγγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]]), [[πρβλ]]. <i>μαρμαρο</i>-<i>φεγγής</i>, <i>χρυσο</i>-<i>φεγγής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:20, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἠεροφεγγής, -ές (Α)
ήεροφαής, αυτός που λάμπει στον αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο-, ιων. τ. του αερο- (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. μαρμαρο-φεγγής, χρυσο-φεγγής].