ημερόχειρος: Difference between revisions

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμερόχειρος]], -ον (Α)<br />ο εξημερωμένος («ἡμερόχειρον ὄφιν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήμερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χειρός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χειρ]], <i>η</i>, «[[χέρι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτό</i>-<i>χειρος</i>, <i>πρό</i>-<i>χει</i>-<i>ρος</i>].
|mltxt=[[ἡμερόχειρος]], -ον (Α)<br />ο εξημερωμένος («ἡμερόχειρον ὄφιν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήμερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χειρός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χειρ]], <i>η</i>, «[[χέρι]]»), [[πρβλ]]. <i>αυτό</i>-<i>χειρος</i>, <i>πρό</i>-<i>χει</i>-<i>ρος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμερόχειρος, -ον (Α)
ο εξημερωμένος («ἡμερόχειρον ὄφιν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + -χειρός (< χειρ, η, «χέρι»), πρβλ. αυτό-χειρος, πρό-χει-ρος].