ηφαίστειος: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
(16)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[Ἡφαίστειος]], -εία, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ηφαίστειο]], ο [[ηφαιστειακός]] («ηφαίστεια [[λάβα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ηφαίστειο]]<br />α) η επιφανειακή [[απόληξη]] ενός εκτεταμένου υπόγειου συστήματος μέσω του οποίου διοχετεύεται το [[μάγμα]] από τον χώρο δημιουργίας του στην [[επιφάνεια]] της γής<br />β) <b>φρ.</b> «[[είναι]] [[ηφαίστειο]]»<br />i. [[είναι]] [[θερμός]], [[είναι]] [[φλογερός]]<br />ii. [[είναι]] πολύ εκνευρισμένος, [[είναι]] έξω φρενών<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό Ήφαιστο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ήφαιστος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ηράκλ</i>-<i>ειος</i>, <i>λυκούργ</i>-<i>ειος</i>)].
|mltxt=-α, -ο (Α [[Ἡφαίστειος]], -εία, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ηφαίστειο]], ο [[ηφαιστειακός]] («ηφαίστεια [[λάβα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ηφαίστειο]]<br />α) η επιφανειακή [[απόληξη]] ενός εκτεταμένου υπόγειου συστήματος μέσω του οποίου διοχετεύεται το [[μάγμα]] από τον χώρο δημιουργίας του στην [[επιφάνεια]] της γής<br />β) <b>φρ.</b> «[[είναι]] [[ηφαίστειο]]»<br />i. [[είναι]] [[θερμός]], [[είναι]] [[φλογερός]]<br />ii. [[είναι]] πολύ εκνευρισμένος, [[είναι]] έξω φρενών<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό Ήφαιστο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ήφαιστος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ηράκλ</i>-<i>ειος</i>, <i>λυκούργ</i>-<i>ειος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

-α, -ο (Α Ἡφαίστειος, -εία, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηφαίστειο, ο ηφαιστειακός («ηφαίστεια λάβα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ηφαίστειο
α) η επιφανειακή απόληξη ενός εκτεταμένου υπόγειου συστήματος μέσω του οποίου διοχετεύεται το μάγμα από τον χώρο δημιουργίας του στην επιφάνεια της γής
β) φρ. «είναι ηφαίστειο»
i. είναι θερμός, είναι φλογερός
ii. είναι πολύ εκνευρισμένος, είναι έξω φρενών
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό Ήφαιστο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ήφαιστος + επίθημα -ειος (πρβλ. ηράκλ-ειος, λυκούργ-ειος)].