θάλεα: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θάλεα]], τὰ (Α)<br />[[ευφροσύνη]], [[ευθυμία]] («Άστυάναξ... θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πληθ. του [[θάλος]], <i>τα</i>].
|mltxt=[[θάλεα]], τὰ (Α)<br />[[ευφροσύνη]], [[ευθυμία]] («Άστυάναξ... θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πληθ. του [[θάλος]], <i>τα</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θάλεα:''' [ᾰ], τά ([[θάλλω]]), [[χαρά]], [[ευθυμία]], χαρούμενες σκέψεις· θαλέων ἐμπλησάμενος [[κῆρ]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάλεα Medium diacritics: θάλεα Low diacritics: θάλεα Capitals: ΘΑΛΕΑ
Transliteration A: thálea Transliteration B: thalea Transliteration C: thalea Beta Code: qa/lea

English (LSJ)

[ᾰ], Lacon. σάλ- (v. infr.), τά,

   A good cheer, happy thoughts, of the sleeping Astyanax, θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Il.22.504; ἐν σάλεσσι πολλοῖς ἥμενος Alcm.10; θαλέεσσιν ἀνατρέφειν τινά Call.Fr. anon.31.—In form and accent pl. of θάλος, in meaning closer to θάλεια, θαλία.

German (Pape)

[Seite 1183] τά, s. θάλος.

Greek (Liddell-Scott)

θάλεα: ᾰ, τά, χαρά, εὐθυμία, εὐτυχεῖς στοχασμοί, ἐπὶ τοῦ κοιμωμένου Ἀστυάνακτος, θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Ἰλ. Χ. 504· ἐν σάλεσσι (Λακων. ἀντὶ θάλεσι) πολλοῖς ἥμερος Ἀλκμὰν 70· θαλέεσσιν ἀνατρέφειν τινὰ Ἄδηλ. παρὰ Σουΐδ. - Κατὰ τύπον (ἂν καὶ οὐχὶ κατὰ τονισμὸν) οὐδ. πληθ. ὀνομαστικῆς *θαλύς· πρβλ. θάλεια.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
joie, plaisir.
Étymologie: probabl. pl. neutre de *θάλυς, d’où fém. θάλεια.

English (Autenrieth)

pl.: good cheer, Il. 22.504†.

Greek Monolingual

θάλεα, τὰ (Α)
ευφροσύνη, ευθυμία («Άστυάναξ... θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. του θάλος, τα].

Greek Monotonic

θάλεα: [ᾰ], τά (θάλλω), χαρά, ευθυμία, χαρούμενες σκέψεις· θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ, σε Ομήρ. Ιλ.