θαμπώνω: Difference between revisions
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(16) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[θαμβώνω]] και [[θαμβώ]], -όω (AM | |mltxt=και [[θαμβώνω]] και [[θαμβώ]], -όω (AM θαμβοῦμαι, -όομαι)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χάνω]] τη [[στιλπνότητα]] ή τη [[διαύγεια]] μου («θάμπωσε ο [[καθρέφτης]]»)<br /><b>2.</b> [[αφαιρώ]] ή [[μειώνω]] τη [[στιλπνότητα]] ή τη [[διαφάνεια]], [[θολώνω]] («από τους καπνούς θάμπωσαν τα τζάμια του καφενείου»)<br /><b>3.</b> [[προκαλώ]] σε κάποιον [[θάμβος]], [[θάμπωμα]], [[συσκότιση]] («το φως του προβολέα μάς θάμπωσε»)<br /><b>4.</b> [[προκαλώ]] σε κάποιον διανοητική [[σύγχυση]] ή [[κατάπληξη]] («τον θάμπωσε η [[ομορφιά]] της»)<br /><b>5.</b> [[παθαίνω]] [[συσκότιση]], [[σύγχυση]] ή [[εξασθένηση]] της όρασης («θάμπωσα από το πολύ φως»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>θαμβοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i> εκπλήττομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> [[είμαι]] τρομαγμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάμπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θάμβος]]) [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> [[θαμπός]] (<span style="color: red;"><</span> [[θαμβός]]), ανάλογα με τη [[σημασία]] της λ.]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:25, 26 March 2021
Greek Monolingual
και θαμβώνω και θαμβώ, -όω (AM θαμβοῦμαι, -όομαι)
νεοελλ.
1. χάνω τη στιλπνότητα ή τη διαύγεια μου («θάμπωσε ο καθρέφτης»)
2. αφαιρώ ή μειώνω τη στιλπνότητα ή τη διαφάνεια, θολώνω («από τους καπνούς θάμπωσαν τα τζάμια του καφενείου»)
3. προκαλώ σε κάποιον θάμβος, θάμπωμα, συσκότιση («το φως του προβολέα μάς θάμπωσε»)
4. προκαλώ σε κάποιον διανοητική σύγχυση ή κατάπληξη («τον θάμπωσε η ομορφιά της»)
5. παθαίνω συσκότιση, σύγχυση ή εξασθένηση της όρασης («θάμπωσα από το πολύ φως»)
μσν.
μέσ. θαμβοῦμαι, -όομαι εκπλήττομαι
αρχ.
μέσ. είμαι τρομαγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάμπος (< θάμβος) είτε < θαμπός (< θαμβός), ανάλογα με τη σημασία της λ.].