θυρσόλογχος: Difference between revisions
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
(17) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θυρσόλογχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> όμοιος με θύρσο («θυρσόλογχα ὅπλα» — όπλα όμοια με θύρσο, <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=[[θυρσόλογχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> όμοιος με θύρσο («θυρσόλογχα ὅπλα» — όπλα όμοια με θύρσο, <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[θυρσόλογχος]]<br />[[λόγχη]] δεμένη σε θύρσο ή [[λόγχη]] από θύρσο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λογχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λόγχη]]) <b>[[πρβλ]].</b> [[επτά]]-<i>λογχος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>λογχος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 14 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A thyrsus-lance, Callix. 2. II as Adj., θ. ὅπλα thyrsus-like arms, Str.1.2.8.
German (Pape)
[Seite 1227] ὁ, Thyrsuslanze, eine mit Epheu u. Weinlaub umwundene Lanze, Callixen. bei Ath. V, 200 d. – Adj., ὅπλα θυρσόλογχα θεῶν Strab. I, 19.
Greek (Liddell-Scott)
θυρσόλογχος: ἡ, λόγχη ἐκ θύρσου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200D. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., θ. ὅπλα, ὅμοια πρὸς θύρσον, Στράβ. 19.
Greek Monolingual
θυρσόλογχος, -ον (Α)
1. όμοιος με θύρσο («θυρσόλογχα ὅπλα» — όπλα όμοια με θύρσο, Στράβ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ θυρσόλογχος
λόγχη δεμένη σε θύρσο ή λόγχη από θύρσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -λογχος (< λόγχη) πρβλ. επτά-λογχος, χρυσό-λογχος].