θώμιγξ: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θῶμιγξ]], -γγος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[λεπτό]] [[σχοινί]], [[σπόγγος]], [[τριχιά]]<br /><b>2.</b> [[χορδή]] τόξου, νεβρά<br /><b>3.</b> αλιευτική [[ορμιά]], [[πετονιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με [[ρίζα]] <i>θωμ</i>(<i>ο</i>)- (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>funis</i> «[[σχοινί]]», τοχ. ΑΒ <i>tsu</i>- «[[συνδέω]]») <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιγγ</i>- δεν θεωρείται πειστική].
|mltxt=[[θῶμιγξ]], -γγος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[λεπτό]] [[σχοινί]], [[σπόγγος]], [[τριχιά]]<br /><b>2.</b> [[χορδή]] τόξου, νεβρά<br /><b>3.</b> αλιευτική [[ορμιά]], [[πετονιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με [[ρίζα]] <i>θωμ</i>(<i>ο</i>)- ([[πρβλ]]. λατ. <i>funis</i> «[[σχοινί]]», τοχ. ΑΒ <i>tsu</i>- «[[συνδέω]]») <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιγγ</i>- δεν θεωρείται πειστική].
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

θῶμιγξ, -γγος, ἡ (Α)
1. λεπτό σχοινί, σπόγγος, τριχιά
2. χορδή τόξου, νεβρά
3. αλιευτική ορμιά, πετονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με ρίζα θωμ(ο)- (πρβλ. λατ. funis «σχοινί», τοχ. ΑΒ tsu- «συνδέω») + επίθημα -ιγγ- δεν θεωρείται πειστική].