ἰπνοπλάθης: Difference between revisions

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
(17)
(2b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰπνοπλάθης]], ο (Α)<br />[[ιπνοπλάθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰπνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πλάθης</i> ([[αντί]] -[[πλάθος]]) <span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]], τ. που απαντά μόνο στο [[παρόν]] συνθ. όν.].
|mltxt=[[ἰπνοπλάθης]], ο (Α)<br />[[ιπνοπλάθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰπνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πλάθης</i> ([[αντί]] -[[πλάθος]]) <span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]], τ. που απαντά μόνο στο [[παρόν]] συνθ. όν.].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰπνοπλάθης:''' ου ὁ Plat. v. l. = [[ἰπνοπλάθος]].
}}
}}

Revision as of 22:04, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1257] ὁ, = Folgdm, Tim. lex. Plat.

Greek Monolingual

ἰπνοπλάθης, ο (Α)
ιπνοπλάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + -πλάθης (αντί -πλάθος) < πλάσσω, τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. όν.].

Russian (Dvoretsky)

ἰπνοπλάθης: ου ὁ Plat. v. l. = ἰπνοπλάθος.