ἱππιάναξ: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππιάναξ]], -ακτος, ὁ (Α)<br />[[αρχηγός]] τών ιππέων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἵππιος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄναξ]].
|mltxt=[[ἱππιάναξ]], -ακτος, ὁ (Α)<br />[[αρχηγός]] τών ιππέων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἵππιος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄναξ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱππιάναξ:''' [ᾰ], -ακτος, ὁ, [[αρχηγός]] ιππικού, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππιάναξ Medium diacritics: ἱππιάναξ Low diacritics: ιππιάναξ Capitals: ΙΠΠΙΑΝΑΞ
Transliteration A: hippiánax Transliteration B: hippianax Transliteration C: ippianaks Beta Code: i(ppia/nac

English (LSJ)

[ᾰν], ακτος, ὁ,

   A king of horsemen, A.Pers.996 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1259] ακτος, ὁ, Fürst der Reisigen, Aesch. Pers. 958.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππιάναξ: ᾰ, ανακτος, ὁ, ἄναξ, ἡγεμὼν τῶν ἱππέων, Διαϊξίν τ’ ἠδ’ Ἀρσάκην ἱππιάνακτας Αἰσχύλ. Πέρσ. 997.

French (Bailly abrégé)

άνακτος (ὁ) :
commandant de la cavalerie.
Étymologie: ἵππιος, ἄναξ.

Greek Monolingual

ἱππιάναξ, -ακτος, ὁ (Α)
αρχηγός τών ιππέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππιος + ἄναξ.

Greek Monotonic

ἱππιάναξ: [ᾰ], -ακτος, ὁ, αρχηγός ιππικού, σε Αισχύλ.