Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἱστοριογράφος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(18)
(2b)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἱστοριογράφος]])<br />αυτός που γράφει ιστορικά βιβλία, ο [[ιστορικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστορία]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γράφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>διηγηματο</i>-[[γράφος]], <i>πεζο</i>-[[γράφος]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἱστοριογράφος]])<br />αυτός που γράφει ιστορικά βιβλία, ο [[ιστορικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστορία]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γράφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>διηγηματο</i>-[[γράφος]], <i>πεζο</i>-[[γράφος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱστοριογράφος:''' (ᾰ) ὁ историограф, историк Polyb., Diod., Plut.
}}
}}

Revision as of 22:12, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1271] ὁ, der Geschichtschreiber; Pol. 2, 62, 2; D. Sic. 1, 9; D. Hal. öfter; unterschieden von συγγραφεύς, B. A. 734; vgl. Plut. plac. phil. 4, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστοριογράφος: ὁ, συγγραφεὺς ἱστορίας, ἱστορικός, Πολύβ. 2. 62, 2, Διόδ. 1. 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 2905. 2 (Α) 13· ἀλλὰ διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ἁπλῶς διηγήσεις γράφοντος συγγραφέως, ὡς ἐρευνῶν τὰ ἱστορικὰ γεγονότα, Πλούτ. 2. 898Λ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
historien.
Étymologie: ἱστορία, γράφω.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἱστοριογράφος)
αυτός που γράφει ιστορικά βιβλία, ο ιστορικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστορία + -γράφος (< γράφω), πρβλ. διηγηματο-γράφος, πεζο-γράφος.

Russian (Dvoretsky)

ἱστοριογράφος: (ᾰ) ὁ историограф, историк Polyb., Diod., Plut.