ἰχνηλάτης: Difference between revisions

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
(18)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ (Α [[ἰχνηλάτης]] και ποιητ. τ. [[ἰχνελάτης]])<br />(κυριολ. και μτφ.) αυτός που προπορεύεται και παρακολουθεί τα ίχνη κάποιου, [[ιχνευτής]], [[ανιχνευτής]] (α. «[[ἰχνηλάτης]] ἀληθείας», <b>Πλούτ.</b><br />β. «[[ιχνηλάτης]] [[σκύλος]]» — ο [[κυνηγετικός]] [[σκύλος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴχνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ποδ</i>-<i>ηλάτης</i>, <i>χρυσ</i>-<i>ηλάτης</i>].
|mltxt=ὁ (Α [[ἰχνηλάτης]] και ποιητ. τ. [[ἰχνελάτης]])<br />(κυριολ. και μτφ.) αυτός που προπορεύεται και παρακολουθεί τα ίχνη κάποιου, [[ιχνευτής]], [[ανιχνευτής]] (α. «[[ἰχνηλάτης]] ἀληθείας», <b>Πλούτ.</b><br />β. «[[ιχνηλάτης]] [[σκύλος]]» — ο [[κυνηγετικός]] [[σκύλος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴχνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ποδ</i>-<i>ηλάτης</i>, <i>χρυσ</i>-<i>ηλάτης</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰχνηλάτης:''' ου ὁ Plut. = [[ἰχνελάτης]].
}}
}}

Revision as of 07:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχνηλάτης Medium diacritics: ἰχνηλάτης Low diacritics: ιχνηλάτης Capitals: ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: ichnēlátēs Transliteration B: ichnēlatēs Transliteration C: ichnilatis Beta Code: i)xnhla/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,

   A tracker, [ἀληθείας] Plu.2.762b:—poet. ἰχνελάτης AP6.183 (Zos.), APl.4.289.

German (Pape)

[Seite 1277] ὁ, der die Spur verfolgt, Aufspürer, vgl. ἰχνελάτης. Uebertr., δεινοῦ τῆς ἀληθείας ἰχνηλάτου δέονται Plut. amator. 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχνηλάτης: ᾰ, ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ἰχνηλατῶν, ὁ κατ’ ἴχνη ἀναζητῶν, ἀληθείας Πλούτ. 2. 762Β· - ποιητ. ἰχνελάτης Ἀνθ. Π. 6. 183, Πλαν. 289.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui suit à la piste.
Étymologie: ἴχνος, ἐλαύνω.

Greek Monolingual

ὁ (Α ἰχνηλάτης και ποιητ. τ. ἰχνελάτης)
(κυριολ. και μτφ.) αυτός που προπορεύεται και παρακολουθεί τα ίχνη κάποιου, ιχνευτής, ανιχνευτής (α. «ἰχνηλάτης ἀληθείας», Πλούτ.
β. «ιχνηλάτης σκύλος» — ο κυνηγετικός σκύλος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ποδ-ηλάτης, χρυσ-ηλάτης].

Russian (Dvoretsky)

ἰχνηλάτης: ου ὁ Plut. = ἰχνελάτης.