καθάρεσις: Difference between revisions
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
(18) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katharesis | |Transliteration C=katharesis | ||
|Beta Code=kaqa/resis | |Beta Code=kaqa/resis | ||
|Definition=εως, ἡ, perh. Dor. for <span class="sense" | |Definition=εως, ἡ, perh. Dor. for <span class="sense"> <span class="bld">A</span> καθάρισις, στέγας <span class="title">IG</span>4.1484.293 (Epid.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καθάρεσις]], -ιος, ἡ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> πιθ. δωρ. τ. [[αντί]] [[καθάρισις]] («στέγας καθαρέσιος» — του καθαρισμού της στέγης), αν δεν [[είναι]] εσφ. [[ανάγνωση]] [[αντί]] [[καθαίρεσις]], [[γκρέμισμα]], [[κατεδάφιση]]. | |mltxt=[[καθάρεσις]], -ιος, ἡ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> πιθ. δωρ. τ. [[αντί]] [[καθάρισις]] («στέγας καθαρέσιος» — του καθαρισμού της στέγης), αν δεν [[είναι]] εσφ. [[ανάγνωση]] [[αντί]] [[καθαίρεσις]], [[γκρέμισμα]], [[κατεδάφιση]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:04, 10 December 2020
English (LSJ)
εως, ἡ, perh. Dor. for A καθάρισις, στέγας IG4.1484.293 (Epid.).
Greek Monolingual
καθάρεσις, -ιος, ἡ (Α)
επιγρ. πιθ. δωρ. τ. αντί καθάρισις («στέγας καθαρέσιος» — του καθαρισμού της στέγης), αν δεν είναι εσφ. ανάγνωση αντί καθαίρεσις, γκρέμισμα, κατεδάφιση.