κακεντρέχεια: Difference between revisions
From LSJ
(18) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[κακεντρέχεια]]) [[κακεντρεχής]]<br />[[κακία]] και [[δολιότητα]], [[χαιρεκακία]], [[μοχθηρία]]. | |mltxt=η (AM [[κακεντρέχεια]]) [[κακεντρεχής]]<br />[[κακία]] και [[δολιότητα]], [[χαιρεκακία]], [[μοχθηρία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰκεντρέχεια:''' ἡ коварство, злость (κ. καὶ [[βασκανία]] Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A activity in mischief, Plb.4.87.4.
German (Pape)
[Seite 1298] ἡ, Arglist, Bosheit gegen Einen, Pol. 4, 87, 4 u. a. Sp.; Suid. erkl. πονηρία.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκεντρέχεια: ἡ, δραστηριότης εἰς τὸ κακόν, δολιότης, πονηρία, Πολύβ. 4. 87, 4, Ὠριγέν. VII. 152Α.
Greek Monolingual
η (AM κακεντρέχεια) κακεντρεχής
κακία και δολιότητα, χαιρεκακία, μοχθηρία.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκεντρέχεια: ἡ коварство, злость (κ. καὶ βασκανία Polyb.).