κάλλιστος: Difference between revisions

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
(18)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κάλλιστος]], -η, -ον)<br />(υπερθ. του [[καλός]]) ο [[άριστος]], ο [[πάρα]] πολύ [[καλός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κάλλιστα]] (AM [[κάλλιστα]] και [[καλλίστως]])<br />πολύ καλά, άριστα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κάλλιστ' [[ἀκούω]]» — έχω πολύ καλή [[φήμη]] (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[καλλίων]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[κάλλιστος]], -η, -ον)<br />(υπερθ. του [[καλός]]) ο [[άριστος]], ο [[πάρα]] πολύ [[καλός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κάλλιστα]] (AM [[κάλλιστα]] και [[καλλίστως]])<br />πολύ καλά, άριστα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κάλλιστ' [[ἀκούω]]» — έχω πολύ καλή [[φήμη]] (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[καλλίων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάλλιστος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">1.</b> υπερθ. του [[καλός]].<br /><b class="num">2.</b> βλ. [[καλός]] Β.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλιστος Medium diacritics: κάλλιστος Low diacritics: κάλλιστος Capitals: ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ
Transliteration A: kállistos Transliteration B: kallistos Transliteration C: kallistos Beta Code: ka/llistos

English (LSJ)

η, ον, Sup. of καλός;

   A v. καλός B.

German (Pape)

[Seite 1311] superl. zu καλός, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλιστος: -η, -ον, Ὑπερθ. τοῦ καλός· ἴδε καλός Β.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
Sp. de καλός.

English (Autenrieth)

see κᾶλός.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κάλλιστος, -η, -ον)
(υπερθ. του καλός) ο άριστος, ο πάρα πολύ καλός.
επίρρ...
κάλλιστα (AM κάλλιστα και καλλίστως)
πολύ καλά, άριστα
αρχ.
φρ. «κάλλιστ' ἀκούω» — έχω πολύ καλή φήμη (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλλίων.

Greek Monotonic

κάλλιστος: -η, -ον,
1. υπερθ. του καλός.
2. βλ. καλός Β.