κακόμετρος: Difference between revisions

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
(18)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακόμετρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ([[μετρική]]) ο [[στίχος]] που έχει [[κακό]] [[μέτρο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ([[μετρική]]) <i>τὸ κακόμετρον</i><br />το εσφαλμένο [[μέτρο]], η [[κακομετρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μονό</i>-<i>μετρος</i>, <i>ομοιό</i>-<i>μετρος</i>].
|mltxt=[[κακόμετρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ([[μετρική]]) ο [[στίχος]] που έχει [[κακό]] [[μέτρο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ([[μετρική]]) <i>τὸ κακόμετρον</i><br />το εσφαλμένο [[μέτρο]], η [[κακομετρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μονό</i>-<i>μετρος</i>, <i>ομοιό</i>-<i>μετρος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκόμετρος:''' плохо отмеренный ([[στίχος]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 22:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόμετρος Medium diacritics: κακόμετρος Low diacritics: κακόμετρος Capitals: ΚΑΚΟΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: kakómetros Transliteration B: kakometros Transliteration C: kakometros Beta Code: kako/metros

English (LSJ)

ον,

   A in bad metre, unmetrical, Plu.2.747f, etc.; τὸ κ. Phld.Po.Herc.1676.8.

German (Pape)

[Seite 1301] schlecht, falsch gemessen; στίχοι Schol. Il. 22, 379; τοῖς ἄγαν πεζοῖς καὶ κακομέτροις Plut. Symp. 9, 15, 2.

Greek (Liddell-Scott)

κακόμετρος: -ον, ἐν τῇ μετρικῇ ἐπὶ στίχου, ἔχων κακὸν μέτρον, Πλούτ. 2. 747F, κλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mal mesuré.
Étymologie: κακός, μέτρον.

Greek Monolingual

κακόμετρος, -ον (Α)
1. (μετρική) ο στίχος που έχει κακό μέτρο
2. το ουδ. ως ουσ. (μετρική) τὸ κακόμετρον
το εσφαλμένο μέτρο, η κακομετρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. μονό-μετρος, ομοιό-μετρος].

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόμετρος: плохо отмеренный (στίχος Plut.).