κάπνισις: Difference between revisions

From LSJ

Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht

Menander, Monostichoi, 117
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάπνισις]], ἡ (Α) [[καπνίζω]]<br />το να [[είναι]] [[κάποιος]] εκτεθειμένος σε καπνό.
|mltxt=[[κάπνισις]], ἡ (Α) [[καπνίζω]]<br />το να [[είναι]] [[κάποιος]] εκτεθειμένος σε καπνό.
}}
{{elru
|elrutext='''κάπνῐσις:''' εως ἡ подвергание действию дыма Arst.
}}
}}

Revision as of 22:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάπνισις Medium diacritics: κάπνισις Low diacritics: κάπνισις Capitals: ΚΑΠΝΙΣΙΣ
Transliteration A: kápnisis Transliteration B: kapnisis Transliteration C: kapnisis Beta Code: ka/pnisis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A exposure to smoke, Arist.Pr. 896b9.

German (Pape)

[Seite 1323] ἡ, das Räuchern, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

κάπνισις: -εως, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ἐκτεθειμένος εἰς τὸν καπνὸν, τὸ καπνίζεσθαι, ἡ δὲ κάπνισις μετὰ δακτύου Ἀριστ. Πρβλ. 10. 51.

Greek Monolingual

κάπνισις, ἡ (Α) καπνίζω
το να είναι κάποιος εκτεθειμένος σε καπνό.

Russian (Dvoretsky)

κάπνῐσις: εως ἡ подвергание действию дыма Arst.