καράτι: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(19) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[μονάδα]] μέτρησης του βαθμού καθαρότητας των κραμάτων χρυσού, δηλ. της περιεκτικότητας καθαρού χρυσού, με [[βάση]] τον απολύτως καθαρό χρυσό, που [[είναι]] 24 καρατιών<br /><b>2.</b> (για πολύτιμους λίθους) [[μονάδα]] βάρους ίση με το ένα πέμπτο του γραμμαρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=το<br /><b>1.</b> [[μονάδα]] μέτρησης του βαθμού καθαρότητας των κραμάτων χρυσού, δηλ. της περιεκτικότητας καθαρού χρυσού, με [[βάση]] τον απολύτως καθαρό χρυσό, που [[είναι]] 24 καρατιών<br /><b>2.</b> (για πολύτιμους λίθους) [[μονάδα]] βάρους ίση με το ένα πέμπτο του γραμμαρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. ιταλ. <i>carato</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>carratus</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. ελλ. <i>κεράτ</i>-<i>ιον</i> «[[κουκούτσι]] χαρουπιού»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
το
1. μονάδα μέτρησης του βαθμού καθαρότητας των κραμάτων χρυσού, δηλ. της περιεκτικότητας καθαρού χρυσού, με βάση τον απολύτως καθαρό χρυσό, που είναι 24 καρατιών
2. (για πολύτιμους λίθους) μονάδα βάρους ίση με το ένα πέμπτο του γραμμαρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. carato < λατ. carratus < αρχ. ελλ. κεράτ-ιον «κουκούτσι χαρουπιού»].