καπνιά: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[καπνία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[μουντζούρα]] από καπνό<br /><b>2.</b> το [[επίχρισμα]] από σωματίδια τών καυσαερίων τα οποία επικάθονται σε σωλήνες απαγωγής καπνού ή σε καπνοδόχους<br /><b>3.</b> [[νόσος]] τών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[καπνοδόχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[καπνία]] <span style="color: red;"><</span> [[κάπνη]], μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>kapinija</i> «[[καπνοδόχος]]». Το νεοελλ. [[καπνιά]] <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιά</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λαδ</i>-<i>ιά</i>, <i>μελαν</i>-<i>ιά</i>)].
|mltxt=η (Α [[καπνία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[μουντζούρα]] από καπνό<br /><b>2.</b> το [[επίχρισμα]] από σωματίδια τών καυσαερίων τα οποία επικάθονται σε σωλήνες απαγωγής καπνού ή σε καπνοδόχους<br /><b>3.</b> [[νόσος]] τών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[καπνοδόχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[καπνία]] <span style="color: red;"><</span> [[κάπνη]], μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>kapinija</i> «[[καπνοδόχος]]». Το νεοελλ. [[καπνιά]] <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιά</i> ([[πρβλ]]. <i>λαδ</i>-<i>ιά</i>, <i>μελαν</i>-<i>ιά</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

η (Α καπνία)
νεοελλ.
1. η μουντζούρα από καπνό
2. το επίχρισμα από σωματίδια τών καυσαερίων τα οποία επικάθονται σε σωλήνες απαγωγής καπνού ή σε καπνοδόχους
3. νόσος τών φυτών
αρχ.
η καπνοδόχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. καπνία < κάπνη, μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή με τη μορφή kapinija «καπνοδόχος». Το νεοελλ. καπνιά < καπνός + επίθημα -ιά (πρβλ. λαδ-ιά, μελαν-ιά)].