Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καρποφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο, θηλ. και -α (Α [[καρποφάγος]], -ον)<br />αυτός που τρέφεται [[κυρίως]] με καρπούς («τὰ μὲν σαρκοφάγα, τὰ δὲ καρποφάγα, τὰ δὲ παμφάγα», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. -<i>φαγ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐ</i>-<i>φάγ</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. β' του [[ἐσθίω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανθρωπο</i>-[[φάγος]], <i>χορτο</i>-[[φάγος]].
|mltxt=-ο, θηλ. και -α (Α [[καρποφάγος]], -ον)<br />αυτός που τρέφεται [[κυρίως]] με καρπούς («τὰ μὲν σαρκοφάγα, τὰ δὲ καρποφάγα, τὰ δὲ παμφάγα», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. -<i>φαγ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐ</i>-<i>φάγ</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. β' του [[ἐσθίω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανθρωπο</i>-[[φάγος]], <i>χορτο</i>-[[φάγος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καρποφάγος:''' -ον (φᾰγεῖν), αυτός που ζει τρώγοντας καρπούς, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρποφάγος Medium diacritics: καρποφάγος Low diacritics: καρποφάγος Capitals: ΚΑΡΠΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: karpophágos Transliteration B: karpophagos Transliteration C: karpofagos Beta Code: karpofa/gos

English (LSJ)

[φᾰ], ον,

   A living on fruit, opp. σαρκοφάγος, παμφάγος, ζῷα Arist.HA488a15, cf. Pol.1256a25, Max.Tyr.35.7.

German (Pape)

[Seite 1329] Früchte essend, von Früchten lebend, Arist. polit. 1, 8 H. A. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

καρποφάγος: -ον, ἔχων ὡς τροφὴν τοὺς καρπούς, τρώγων καρπούς, ἀντίθετον πρὸς τὰς λέξεις ζῳοφάγος, σαρκοφάγος καὶ παμφάγος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 26, Πολιτικ. 1. 8, 5, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se nourrit de fruits.
Étymologie: καρπός, φαγεῖν.

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α (Α καρποφάγος, -ον)
αυτός που τρέφεται κυρίως με καρπούς («τὰ μὲν σαρκοφάγα, τὰ δὲ καρποφάγα, τὰ δὲ παμφάγα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + -φάγος (< θ. -φαγ-, πρβλ. -φάγ-ην, παθ. αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. ανθρωπο-φάγος, χορτο-φάγος.

Greek Monotonic

καρποφάγος: -ον (φᾰγεῖν), αυτός που ζει τρώγοντας καρπούς, σε Αριστ.