καταγοητεύω: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[καταγοητεύω]])<br />[[γοητεύω]] κάποιον σε μεγάλο βαθμό, [[μαγεύω]] κάποιον, [[σαγηνεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξαπατώ]] με τεχνάσματα («καταγοητεύειν ὤετο χρῆναι αὐτούς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[γαληνεύω]] κάποιον, [[κατευνάζω]] κάποιον<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>καταγοητεύομαι</i><br />παρασκευάζομαι με τέτοιο τρόπο ώστε να [[είμαι]] [[αρεστός]] («κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος» — το [[κρέας]] που παρασκευάστηκε με καρυκεύματα για να [[είναι]] νόστιμο, Αιλ.). | |mltxt=(AM [[καταγοητεύω]])<br />[[γοητεύω]] κάποιον σε μεγάλο βαθμό, [[μαγεύω]] κάποιον, [[σαγηνεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξαπατώ]] με τεχνάσματα («καταγοητεύειν ὤετο χρῆναι αὐτούς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[γαληνεύω]] κάποιον, [[κατευνάζω]] κάποιον<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>καταγοητεύομαι</i><br />παρασκευάζομαι με τέτοιο τρόπο ώστε να [[είμαι]] [[αρεστός]] («κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος» — το [[κρέας]] που παρασκευάστηκε με καρυκεύματα για να [[είναι]] νόστιμο, Αιλ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταγοητεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[μαγεύω]], [[εξαπατώ]] με τεχνάσματα· [[εξαπατώ]] ή [[τυφλώνω]] με πανουργίες, <i>τινά</i>, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 30 December 2018
English (LSJ)
A bewitch: hence, cheat or blind by trickery, τινα X. Cyr.8.1.40; ἡδονὴ τὸ σῶμα -γεγοήτευκεν Plu.2.986e:—Pass., v.l. in X.An.5.7.9, M.Ant.10.13; κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος meat disguised by sauce, Ael.NA4.40.
German (Pape)
[Seite 1343] bezaubern, betrügen, durch Blendwerke u. listige Kunstgriffe imponiren, τινά, Xen. Cyr. 8, 1, 40; ἐξαπατηθέντας καὶ καταγοητευθέντας An. 5, 7, 9; Sp.; κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος, verfälscht od. künstlich zubereitet, Ael. H. A. 4, 40.
Greek (Liddell-Scott)
καταγοητεύω: καταμαγεύω, ἐξαπατῶ διὰ τεχνασμάτων, τινὰ Ξεν. Κύρ. 8. 1, 40, Ἀν. 5. 7, 9, Πλούτ. 2. 986Ε, κτλ.· κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος, μεταβληθέντος, τροποποιηθέντος διὰ τῆς καρυκευτικῆς τέχνης, Αἰλ. π. Ζ. 4. 40.
French (Bailly abrégé)
1 tromper par des moyens de charlatan, ensorceler;
2 falsifier, altérer.
Étymologie: κατά, γοητεύω.
Greek Monolingual
(AM καταγοητεύω)
γοητεύω κάποιον σε μεγάλο βαθμό, μαγεύω κάποιον, σαγηνεύω
αρχ.
1. εξαπατώ με τεχνάσματα («καταγοητεύειν ὤετο χρῆναι αὐτούς», Ξεν.)
2. γαληνεύω κάποιον, κατευνάζω κάποιον
3. παθ. καταγοητεύομαι
παρασκευάζομαι με τέτοιο τρόπο ώστε να είμαι αρεστός («κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος» — το κρέας που παρασκευάστηκε με καρυκεύματα για να είναι νόστιμο, Αιλ.).
Greek Monotonic
καταγοητεύω: μέλ. -σω, μαγεύω, εξαπατώ με τεχνάσματα· εξαπατώ ή τυφλώνω με πανουργίες, τινά, σε Ξεν.