καταμερισμός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(19)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katamerismos
|Transliteration C=katamerismos
|Beta Code=katamerismo/s
|Beta Code=katamerismo/s
|Definition=ὁ, = foreg., <span class="bibl">LXX<span class="title">Jo.</span>13.14</span>.
|Definition=ὁ, = [[καταμέρισις]] ([[division into parts]], [[distribution]]), LXX Jo. 13.14.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:02, 16 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμερισμός Medium diacritics: καταμερισμός Low diacritics: καταμερισμός Capitals: ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: katamerismós Transliteration B: katamerismos Transliteration C: katamerismos Beta Code: katamerismo/s

English (LSJ)

ὁ, = καταμέρισις (division into parts, distribution), LXX Jo. 13.14.

German (Pape)

[Seite 1363] ὁ, dasselbe, LXX u. Ios.

Greek (Liddell-Scott)

καταμερισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Ἑβδ. (Ἰωσ. 13. 14).

Greek Monolingual

ο (AM καταμερισμός) καταμερίζω
διαίρεση, διαχωρισμός, κατανομή
νεοελλ.
φρ. α) «καταμερισμός εργασίας» — η εκτέλεση από διαφορετικά πρόσωπα διαφορετικών έργων ή μερών ενός έργου
β) βιολ. «καταμερισμός φυσιολογικού έργου» — η επιτέλεση ορισμένης ζωικής λειτουργίας από ορισμένα κύτταρα ή όργανα.