κατάλειπτος: Difference between revisions
From LSJ
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατάλειπτος]], -ον (Α) [[καταλείφω]]<br />αλειμμένος με [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] αλοιφής ή μύρου («[[κατάλειπτος]] σμύρνῃ»). | |mltxt=[[κατάλειπτος]], -ον (Α) [[καταλείφω]]<br />αλειμμένος με [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] αλοιφής ή μύρου («[[κατάλειπτος]] σμύρνῃ»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατάλειπτος:''' -ον, επιχρισμένος, αλειμμένος, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰλ], ον,
A anointed, σμύρνῃ Ar.Eq.1332; μύρῳ Id.Pax 862.
German (Pape)
[Seite 1359] besalbt, σμύρνῃ, μύρῳ, Ar. Equ. 1332 Pax 862.
Greek (Liddell-Scott)
κατάλειπτος: -ον, ἀληλιμμένος ἐντελῶς, πολὺ ἀλειμμένος, σμύρνῃ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1332· μύρῳ Εἰρ. 862.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
oint, enduit.
Étymologie: καταλείφω.
Greek Monolingual
κατάλειπτος, -ον (Α) καταλείφω
αλειμμένος με μεγάλη ποσότητα αλοιφής ή μύρου («κατάλειπτος σμύρνῃ»).
Greek Monotonic
κατάλειπτος: -ον, επιχρισμένος, αλειμμένος, σε Αριστοφ.