κατατεμαχίζω: Difference between revisions

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
(19)
m (pape replacement)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ [[κατατεμαχίζω]])<br />[[κόβω]] [[κάτι]] σε [[πολλά]] και μικρά κομμάτια, [[κατακομματιάζω]], [[λειανίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>κατατεμαχίζομαι</i><br />[[χωρίζω]] σε μικρά κομμάτια.
|mltxt=(Μ [[κατατεμαχίζω]])<br />[[κόβω]] [[κάτι]] σε [[πολλά]] και μικρά κομμάτια, [[κατακομματιάζω]], [[λειανίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>κατατεμαχίζομαι</i><br />[[χωρίζω]] σε μικρά κομμάτια.
}}
{{pape
|ptext=<i>in Stücken [[zerschneiden]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 17:09, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

κατατεμᾰχίζω: καὶ -ίζομαι, εἰς τεμάχια κατακόπτω, κατακομματιάζω, τὰ ἄλλα τοῖς παισὶ κατετεμαχίσατο Βυζ.· καὶ τὸ Παθ., κατατεμαχισθέντος τοῦ ἵππου Νικήτ. Χων. 858. 13.

Greek Monolingual

κατατεμαχίζω)
κόβω κάτι σε πολλά και μικρά κομμάτια, κατακομματιάζω, λειανίζω
μσν.
μέσ. κατατεμαχίζομαι
χωρίζω σε μικρά κομμάτια.

German (Pape)

in Stücken zerschneiden, Sp.