κατειλύω: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατειλύω]] (Α)<br />[[περιτυλίγω]], [[περικαλύπτω]], [[καλύπτω]] («κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εἰλύω]] «[[περιτυλίγω]]»]. | |mltxt=[[κατειλύω]] (Α)<br />[[περιτυλίγω]], [[περικαλύπτω]], [[καλύπτω]] («κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εἰλύω]] «[[περιτυλίγω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατειλύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], [[καλύπτω]], σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., [[ὄρος]] ψάμμῳ κατειλῡμένον (μτχ. παρακ.), σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 30 December 2018
English (LSJ)
A cover up, κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισιν Il.21.318; ἐν βοείαις A.R.3.206; ὄρος πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον Hdt.2.8.
German (Pape)
[Seite 1394] umwickeln, einhüllen; in tmesi, κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισι Il. 21, 318; ἐν ἀδεψήτοισι βοείαις Ap. Rh. 3, 206; ὄρος πέτριον ψάμμῳ κατειλυμένον Her. 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
κατειλύω: καλύπτω, κρύπτω, περιτυλίσσω, κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισι Ἰλ. Φ. 318· ἐν βοείαις ἀδεψήτοισι κατειλύσαντες (τοὺς νεκροὺς) Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 206· ὄρος πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον. Ἡρόδ. 2. 8.
French (Bailly abrégé)
envelopper, recouvrir, ἔν τινι dans qch.
Étymologie: κατά, εἰλύω.
Greek Monolingual
κατειλύω (Α)
περιτυλίγω, περικαλύπτω, καλύπτω («κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισιν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εἰλύω «περιτυλίγω»].
Greek Monotonic
κατειλύω: μέλ. -ύσω [ῡ], καλύπτω, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., ὄρος ψάμμῳ κατειλῡμένον (μτχ. παρακ.), σε Ηρόδ.