κελαινοφαής: Difference between revisions
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κελαινοφαής]], -ές (Α)<br />αυτός που φωτίζει αμυδρά («ὦ Νυκτὸς κελαινοφαὴς ὄρφνα» — ώ σκοτεινό [[λυκόφως]], ώ μαυροφώτεινο [[σκοτάδι]] της Νύχτας, <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κελαινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]] «φως»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λαμπρο</i>-<i>φαής</i>, <i>ολιγο</i>-<i>φαής</i>]. | |mltxt=[[κελαινοφαής]], -ές (Α)<br />αυτός που φωτίζει αμυδρά («ὦ Νυκτὸς κελαινοφαὴς ὄρφνα» — ώ σκοτεινό [[λυκόφως]], ώ μαυροφώτεινο [[σκοτάδι]] της Νύχτας, <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κελαινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]] «φως»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λαμπρο</i>-<i>φαής</i>, <i>ολιγο</i>-<i>φαής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κελαινοφαής:''' -ές ([[φάος]]), αυτός που φωτίζει αμυδρά, [[ὄρφνα]] κ., το σκοτεινό [[λυκόφως]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A black-gleaming, ὄρφνα κ. murky twilight, Ar.Ra. 1331 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1414] ές, schwarz, dunkel leuchtend, νυκτὸς κελ. ὄρφνα Ar. Ran. 1331.
Greek (Liddell-Scott)
κελαινοφαής: -ές, ἀμυδρῶς φωτίζουσα, ὄρφνα κ., φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ σκοτεινὸν λυκόφως, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1331.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui brille d’une lueur sombre, glauque.
Étymologie: κελαινός, φάος.
Greek Monolingual
κελαινοφαής, -ές (Α)
αυτός που φωτίζει αμυδρά («ὦ Νυκτὸς κελαινοφαὴς ὄρφνα» — ώ σκοτεινό λυκόφως, ώ μαυροφώτεινο σκοτάδι της Νύχτας, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -φαής (< φάος «φως»), πρβλ. λαμπρο-φαής, ολιγο-φαής].
Greek Monotonic
κελαινοφαής: -ές (φάος), αυτός που φωτίζει αμυδρά, ὄρφνα κ., το σκοτεινό λυκόφως, σε Αριστοφ.