κεγχραμίς: Difference between revisions
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
(20) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κεγχραμίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[μικρός]] [[σπόρος]] του σύκου<br /><b>2.</b> το [[κουκούτσι]] της [[ελιάς]]<br /><b>3.</b> [[κάθε]] [[λεπτός]] [[κόκκος]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κεγχραμίδες</i><br />τα τραχώματα τών οφθαλμών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[κέγχρος]], <i>ο</i>, πιθ. [[κατά]] τα [[καλαμίς]], [[σησαμίς]]. | |mltxt=[[κεγχραμίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[μικρός]] [[σπόρος]] του σύκου<br /><b>2.</b> το [[κουκούτσι]] της [[ελιάς]]<br /><b>3.</b> [[κάθε]] [[λεπτός]] [[κόκκος]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κεγχραμίδες</i><br />τα τραχώματα τών οφθαλμών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[κέγχρος]], <i>ο</i>, πιθ. [[κατά]] τα [[καλαμίς]], [[σησαμίς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κεγχρᾰμίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ фиговое зернышко Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (κέγχρος)
A seed of fig, Hp.Nat.Mul.109, Arist. HA549a29, Thphr.HP1.11.6, 2.8.2. 2 olive-kernel, Suid. 3 pl., trachomata of the eye, Orib.Eup.4.27 tit.
German (Pape)
[Seite 1410] ίδος, ἡ, die kleinen Körner in den Feigen u. Oliven; Hippocr.; Arist. H. A. 5, 17; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κεγχρᾰμίς: -ίδος, ἡ, (κέγχρος) ὁ ἐν τῷ σύκῳ μικρὸς σπόρος, Ἱππ. 586. 49, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 4, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 11, 6. 2) ὁ πυρὴν τῆς ἐλαίας, Σουΐδ.
Greek Monolingual
κεγχραμίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. ο μικρός σπόρος του σύκου
2. το κουκούτσι της ελιάς
3. κάθε λεπτός κόκκος
4. στον πληθ. αἱ κεγχραμίδες
τα τραχώματα τών οφθαλμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κέγχρος, ο, πιθ. κατά τα καλαμίς, σησαμίς.
Russian (Dvoretsky)
κεγχρᾰμίς: ίδος (ῐδ) ἡ фиговое зернышко Arst.