κεντρίσκος: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
(20)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κεντρίσκος''': ὁ, [[εἶδος]] ἰχθύος, Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. Schneid. [[κεστρινίσκος]].
|lstext='''κεντρίσκος''': ὁ, [[εἶδος]] ἰχθύος, Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. Schneid. [[κεστρινίσκος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κεντρίσκος]])<br />[[γένος]] γαστεροστεΐμορφων οστεϊχθύων της οικογένειας τών κεντρικιδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέντρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίσκος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ουραν</i>-<i>ίσκος</i>, <i>παιδ</i>-<i>ίσκος</i>). Ως [[επιστημονικός]] όρος, η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>centriscus</i>].
|mltxt=ο (Α [[κεντρίσκος]])<br />[[γένος]] γαστεροστεΐμορφων οστεϊχθύων της οικογένειας τών κεντρικιδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέντρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίσκος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ουραν</i>-<i>ίσκος</i>, <i>παιδ</i>-<i>ίσκος</i>). Ως [[επιστημονικός]] όρος, η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>centriscus</i>].
}}
}}

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεντρίσκος Medium diacritics: κεντρίσκος Low diacritics: κεντρίσκος Capitals: ΚΕΝΤΡΙΣΚΟΣ
Transliteration A: kentrískos Transliteration B: kentriskos Transliteration C: kentriskos Beta Code: kentri/skos

English (LSJ)

ὁ, a kind of

   A fish, Thphr.Fr.171.9; Schneid. κεστρινίσκος.

German (Pape)

[Seite 1418] ὁ, eine Fischart, Theophr.; Schneider vermuthet κεστρινίσκος.

Greek (Liddell-Scott)

κεντρίσκος: ὁ, εἶδος ἰχθύος, Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 9· Schneid. κεστρινίσκος.

Greek Monolingual

ο (Α κεντρίσκος)
γένος γαστεροστεΐμορφων οστεϊχθύων της οικογένειας τών κεντρικιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + κατάλ. -ίσκος (πρβλ. ουραν-ίσκος, παιδ-ίσκος). Ως επιστημονικός όρος, η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. centriscus].