κερτομία: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
(20)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κερτομία]], ἡ (Α) [[κέρτομος]]<br />[[κερτόμησις]], [[σκώμμα]], [[χλευασμός]] («κερτομίας καί χεῑρας ἀφέξω», <b>Ομ. Οδ.</b>).
|mltxt=[[κερτομία]], ἡ (Α) [[κέρτομος]]<br />[[κερτόμησις]], [[σκώμμα]], [[χλευασμός]] («κερτομίας καί χεῑρας ἀφέξω», <b>Ομ. Οδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κερτομία:''' ἡ, = το προηγ.· στον πληθ., <i>κερτομίας ἤδ' αἴσυλα μυθήσασθαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· κερτομίας καὶ χεῖρας [[ἀφέξω]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερτομία Medium diacritics: κερτομία Low diacritics: κερτομία Capitals: ΚΕΡΤΟΜΙΑ
Transliteration A: kertomía Transliteration B: kertomia Transliteration C: kertomia Beta Code: kertomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A mockery, in pl., κερτομίας ἠδ' αἴσυλα μυθήσασθαι Il.20.202, 433; κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω Od.20.263.

German (Pape)

[Seite 1425] ἡ, Schmähung, Spott, Hom. im plur., κερτομίας ἠδ' αἴσυλα μυθήσασθαι Il. 20, 201. 433, κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω Od. 20, 263.

Greek (Liddell-Scott)

κερτομία: ἡ, = τῷ προηγ., ἐν τῷ πληθ. κερτομίας ἤδ’ αἴσυλα μυθήσασθαι Ἰλ. Υ. 202, 433· κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω Ὀδ. Υ. 263.

Greek Monolingual

κερτομία, ἡ (Α) κέρτομος
κερτόμησις, σκώμμα, χλευασμός («κερτομίας καί χεῑρας ἀφέξω», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

κερτομία: ἡ, = το προηγ.· στον πληθ., κερτομίας ἤδ' αἴσυλα μυθήσασθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω, σε Ομήρ. Οδ.