κεφαλαργία: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(20) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κεφαλαργία]], ἡ (ΑΜ) [[κεφαλαργώ]]<br />(μτγν. τ. [[αντί]] [[κεφαλαλγία]]) [[πόνος]] της κεφαλής, [[κεφαλαλγία]]. | |mltxt=[[κεφαλαργία]], ἡ (ΑΜ) [[κεφαλαργώ]]<br />(μτγν. τ. [[αντί]] [[κεφαλαλγία]]) [[πόνος]] της κεφαλής, [[κεφαλαλγία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κεφᾰλαργία:''' ἡ Luc. = [[κεφαλαλγία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, later form for κεφαλαλγία, Luc. Jud.Voc.4:— hence -αργέω, PMag.Par.1.136;
A give one a headache, Hsch. s.v. ὠτοκοπεῖ.
German (Pape)
[Seite 1428] ἡ, att. für κεφαλαλγία, Greg. Cor. 158; vgl. Luc. Iud. voc. 4.
Greek (Liddell-Scott)
κεφαλαργία: ἡ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ κεφαλαλγία, Λουκ. Δίκη Φωνηέντ. 4· πρβλ. Schäf. Γρηγ. σ. 158· ― οὕτω κεφαλαργέω, (νῦν γράφεται κεφαλαλγέω), ἐνοχλῶ λαλῶν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ὠτοκοπεῖ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mal de tête.
Étymologie: par dissimil. de κεφαλαλγία.
Greek Monolingual
κεφαλαργία, ἡ (ΑΜ) κεφαλαργώ
(μτγν. τ. αντί κεφαλαλγία) πόνος της κεφαλής, κεφαλαλγία.
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλαργία: ἡ Luc. = κεφαλαλγία.