κηροτέχνης: Difference between revisions
From LSJ
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[κηροτέχνης]])<br />[[κηροπλάστης]], [[τεχνίτης]] που κατεργάζεται το [[κερί]]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[κηροτέχνης]])<br />[[κηροπλάστης]], [[τεχνίτης]] που κατεργάζεται το [[κερί]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κηροτέχνης:''' -ου, ὁ, [[κηροπλάστης]], σε Ανακρεόντ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A modeller in wax, Anacreont.10.9.
German (Pape)
[Seite 1434] ὁ, Wachskünstler, -bildner, Anacr. 10, 9.
Greek (Liddell-Scott)
κηροτέχνης: -ου, ὁ, κηροπλάστης, Ἀνακρέοντ. 10. 9
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
modeleur de cire.
Étymologie: κηρός, τέχνη.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ κηροτέχνης)
κηροπλάστης, τεχνίτης που κατεργάζεται το κερί.
Greek Monotonic
κηροτέχνης: -ου, ὁ, κηροπλάστης, σε Ανακρεόντ.