κίγκλισις: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(20) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κίγκλισις]], -εως, ιων. γεν. -ιος, ἡ (Α) [[κιγκλίζω]] (II)]<br />[[ταχεία]], ξαφνική [[κίνηση]]. | |mltxt=[[κίγκλισις]], -εως, ιων. γεν. -ιος, ἡ (Α) [[κιγκλίζω]] (II)]<br />[[ταχεία]], ξαφνική [[κίνηση]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κίγκλισις -εως, ἡ [κιγκλίζω: kwispelen, wiebelen] (schokkende) beweging (van een lichaam). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A quick, jerking movement, Hp.Art.71.
German (Pape)
[Seite 1436] ἡ, häufige, schnelle Bewegung, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
κίγκλῐσις: -εως, ἡ, ταχεῖα, ἐξαφνικὴ κίνησις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 833· οὕτω κιγκλισμός, ὁ, αὐτόθι 791.
Greek Monolingual
κίγκλισις, -εως, ιων. γεν. -ιος, ἡ (Α) κιγκλίζω (II)]
ταχεία, ξαφνική κίνηση.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κίγκλισις -εως, ἡ [κιγκλίζω: kwispelen, wiebelen] (schokkende) beweging (van een lichaam).