κοινογαμία: Difference between revisions
From LSJ
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[κοινογαμία]])<br />το [[καθεστώς]] του ελεύθερου γάμου, της ελεύθερης σαρκικής μίξης [[ανδρών]] και [[γυναικών]] [[χωρίς]] συζυγικούς δεσμούς («η [[κοινογαμία]] υπάρχει σε [[πολλά]] φύλα της Αφρικής»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γαμία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>γαμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γάμος]]), | |mltxt=η (AM [[κοινογαμία]])<br />το [[καθεστώς]] του ελεύθερου γάμου, της ελεύθερης σαρκικής μίξης [[ανδρών]] και [[γυναικών]] [[χωρίς]] συζυγικούς δεσμούς («η [[κοινογαμία]] υπάρχει σε [[πολλά]] φύλα της Αφρικής»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γαμία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>γαμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γάμος]]), [[πρβλ]]. <i>δι</i>-<i>γαμία</i>, <i>επι</i>-<i>γαμία</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
η (AM κοινογαμία)
το καθεστώς του ελεύθερου γάμου, της ελεύθερης σαρκικής μίξης ανδρών και γυναικών χωρίς συζυγικούς δεσμούς («η κοινογαμία υπάρχει σε πολλά φύλα της Αφρικής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -γαμία (< -γαμος < γάμος), πρβλ. δι-γαμία, επι-γαμία].