κολαστής: Difference between revisions
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
(21) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[κολάστρια]] (AM [[κολαστής]]) [[κολάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που τιμωρεί κάποιον, [[τιμωρός]], [[παιδευτής]] («oἱ τῶν ἀδικούντων κολασταί», Λυσ.)<br /><b>2.</b> [[βασανιστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρασύρει σε [[αμαρτία]], αυτός που προκαλεί το [[κόλασμα]], το [[αμάρτημα]]. | |mltxt=ο, θηλ. [[κολάστρια]] (AM [[κολαστής]]) [[κολάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που τιμωρεί κάποιον, [[τιμωρός]], [[παιδευτής]] («oἱ τῶν ἀδικούντων κολασταί», Λυσ.)<br /><b>2.</b> [[βασανιστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρασύρει σε [[αμαρτία]], αυτός που προκαλεί το [[κόλασμα]], το [[αμάρτημα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κολαστής:''' -οῦ, ὁ ([[κολάζω]]), [[τιμωρός]], [[σωφρονιστής]], σε Τραγ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A chastiser, punisher, Ζεύς τοι κ. τῶν ὑπερκόπων ἄγαν φρονημάτων A.Pers.827, cf. S.OT1148, E. Heracl.388, Pl.Lg.863a, Epicur.Sent.34, Phld.Mort.17, etc.; κ. τῶν ἀδικούντων Lys.27.3, cf. Gorg.Fr.6; νόμοι κ. Critias 25.6 D.; tormentor, in Hades, Plu.2.567d (pl.).
German (Pape)
[Seite 1472] ὁ, der Züchtiger, Strafer; Ζεύς τοι κολ. τῶν ὑπερκόμπων ἄγαν φρονημάτων Aesch. Pers. 813; Soph. O. R. 1148 El. 1455; Eur. Heracl. 389; νόμοι κολασταί Criti. bei S. Emp. adv. phys. 1, 54; κολ. τῶν ὰμαρτανόντων Plat. Legg. IX, 863 a; Lys. 27, 3 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
κολαστής: -οῦ, ὁ, ὁ κολάζων, τιμωρῶν, τιμωρός, Ζεύς τοι κ. τῶν ὑπερκόπων ἄγαν φρονημάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 827. οὕτω παρὰ Σοφ., Εὐρ., Πλάτ., κτλ.· κ. τῶν ἀδικούντων Λυσ. 178. 6· νόμοι κολασταὶ Κριτίας 9. 6.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
qui réprime, qui châtie.
Étymologie: κολάζω.
Greek Monolingual
ο, θηλ. κολάστρια (AM κολαστής) κολάζω
1. αυτός που τιμωρεί κάποιον, τιμωρός, παιδευτής («oἱ τῶν ἀδικούντων κολασταί», Λυσ.)
2. βασανιστής
νεοελλ.
αυτός που παρασύρει σε αμαρτία, αυτός που προκαλεί το κόλασμα, το αμάρτημα.
Greek Monotonic
κολαστής: -οῦ, ὁ (κολάζω), τιμωρός, σωφρονιστής, σε Τραγ.