κοκκύμηλον: Difference between revisions
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
(21) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοκκύμηλον]], τὸ (Α)<br />το [[δαμάσκηνο]] («στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης», Ιππών).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σημασιολογικώς συνδέεται με τη λ. [[κόκκος]], ενώ το -<i>υ</i>- υποδηλώνει παρετυμολογική [[συσχέτιση]] της λ. με το [[κόκκυξ]]. Στον σχηματισμό του συνθέτου [[κοκκύμηλον]] επέδρασε πιθ. το σύνθετο <i>κοδύ</i>-<i>μαλον</i> (<b>βλ.</b> [[κυδώνι]]]. | |mltxt=[[κοκκύμηλον]], τὸ (Α)<br />το [[δαμάσκηνο]] («στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης», Ιππών).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σημασιολογικώς συνδέεται με τη λ. [[κόκκος]], ενώ το -<i>υ</i>- υποδηλώνει παρετυμολογική [[συσχέτιση]] της λ. με το [[κόκκυξ]]. Στον σχηματισμό του συνθέτου [[κοκκύμηλον]] επέδρασε πιθ. το σύνθετο <i>κοδύ</i>-<i>μαλον</i> (<b>βλ.</b> [[κυδώνι]]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[plum]] (Archil.)<br />Derivatives: <b class="b3">κοκκυμηλέα</b> f. <b class="b2">plum-tree</b> (Arar. Com., Thphr.), <b class="b3">-μηλών</b> m. <b class="b2">plum-garden</b> (Gloss.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Connection zu <b class="b3">κόκκος</b> seems probable given the facts ("Kernobst" Schrader-Nehring Reallex. 2, 182); <b class="b3">-υ-</b> would be folk-etymological after <b class="b3">κόκκυξ</b>, though there is no further motivation; cf. Strömberg Pflanzennamen 73. Note <b class="b3">κοδύ-μαλον</b> (s. [[κυδώνια]]). Could be Pre-Greek. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:15, 2 January 2019
English (LSJ)
τό,
A plum, Archil.173, Hippon. 81, Alex.272.5, Thphr.HP1.10.10, Gal.6.613.
German (Pape)
[Seite 1471] τό (Kuckucksapfel), Pflaume; Ath. II, 49 e ff.; Theophr.; vgl. B. A. 103, 23.
Greek (Liddell-Scott)
κοκκύμηλον: τό, μῆλον τοῦ κόκκυγος, ὄνομα τοῦ δαμασκηνοῦ καρποῦ ἢ «δαμασκήνου», Ἀρχίλ. 162, Ἱππῶναξ 47, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 49D, κἑξ.· κ. ἄγρια, ἄγρια δαμάσκηνα, «προῦνα», Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 50Β. Ἀλλὰ κατὰ τὸν Σουΐδ.: «κοκκύμηλα, εἶδος ὀπωρῶν, τὰ παρ’ ἡμῖν λεγόμενα βερίκοκκα».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
prune, fruit.
Étymologie: κόκκυξ, μῆλον².
Greek Monolingual
κοκκύμηλον, τὸ (Α)
το δαμάσκηνο («στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης», Ιππών).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σημασιολογικώς συνδέεται με τη λ. κόκκος, ενώ το -υ- υποδηλώνει παρετυμολογική συσχέτιση της λ. με το κόκκυξ. Στον σχηματισμό του συνθέτου κοκκύμηλον επέδρασε πιθ. το σύνθετο κοδύ-μαλον (βλ. κυδώνι].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: plum (Archil.)
Derivatives: κοκκυμηλέα f. plum-tree (Arar. Com., Thphr.), -μηλών m. plum-garden (Gloss.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Connection zu κόκκος seems probable given the facts ("Kernobst" Schrader-Nehring Reallex. 2, 182); -υ- would be folk-etymological after κόκκυξ, though there is no further motivation; cf. Strömberg Pflanzennamen 73. Note κοδύ-μαλον (s. κυδώνια). Could be Pre-Greek.