κορίσκομαι: Difference between revisions
From LSJ
Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
(21) |
(nl) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κορίσκομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] [[μέχρι]] κόρου («κορίσκονται πολλῆς ὑγρασίης», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> ενοχλούμαι, δυσαρεστούμαι, [[παροργίζομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. [[ενεστωτικός]] τ. του [[κορέννυμι]], σχηματισμένος [[επίσης]] υποχωρητ. από το θ. <i>κορ</i>-<i>ε</i>-<i>σ</i>- του αορ.]. | |mltxt=[[κορίσκομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] [[μέχρι]] κόρου («κορίσκονται πολλῆς ὑγρασίης», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> ενοχλούμαι, δυσαρεστούμαι, [[παροργίζομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. [[ενεστωτικός]] τ. του [[κορέννυμι]], σχηματισμένος [[επίσης]] υποχωρητ. από το θ. <i>κορ</i>-<i>ε</i>-<i>σ</i>- του αορ.]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κορίσκομαι, alleen praes., verzadigd raken; er genoeg van hebben. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A = κορέννυμαι, become saturated, c. gen., ὑγρασίης Hp. Gland.6; κ. φλέγματος οἱ πνεύμονες ib.14: abs., to be irked, Id.Art.35.
Greek Monolingual
κορίσκομαι (Α)
1. γεμίζω μέχρι κόρου («κορίσκονται πολλῆς ὑγρασίης», Ιπποκρ.)
2. ενοχλούμαι, δυσαρεστούμαι, παροργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. ενεστωτικός τ. του κορέννυμι, σχηματισμένος επίσης υποχωρητ. από το θ. κορ-ε-σ- του αορ.].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορίσκομαι, alleen praes., verzadigd raken; er genoeg van hebben.