κοπριά: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν → Mortis non memores inconsulto vivimus → Den Tod verdrängend leben wir voll Unvernunft

Menander, Monostichoi, 200
(21)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κοπρά]], η (ΑM [[κοπρία]], Μ και [[κοπρέα]])<br /><b>1.</b> [[περίττωμα]] ζώου<br /><b>2.</b> [[σωρός]] περιττωμάτων ζώων, [[κοπρώνας]] («καὶ ἐκάθητο ἐπὶ τῆς [[κοπρίας]] ἔξω τῆς πόλεως», ΠΔ)<br /><b>2.</b> ζωικό [[λίπασμα]] («Κύριε, ἄφες αὐτὴν καὶ τοῡτο τὸ [[ἔτος]], ἕως ὅτου σκάψω περὶ αὐτὴν καὶ βάλω κοπρίαν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βρομιά]], [[ακαθαρσία]]<br /><b>2.</b> [[άχρηστος]] και [[περιττός]] [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> σκάνδαλα, βρόμικες υποθέσεις («η [[έρευνα]] έδειξε πως υπάρχει πολλή [[κοπριά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />ζιζάνια και άλλα άχρηστα σώματα που έχουν αναμιχθεί με το [[σιτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κοπρία]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>. Ο τ. [[κοπρέα]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έα</i>. Ο τ. [[κοπριά]] <span style="color: red;"><</span> [[κοπρία]] ή <span style="color: red;"><</span> [[κοπρέα]] με καταβιβασμό του τόνου. Η [[συνίζηση]] της κατάλ. σε <i>ι</i>-<i>ιά</i>, συνηθισμένη σε τέτοιες περιπτώσεις, εμποδίστηκε από το [[σύμφωνο]] -<i>ρ</i>- [[κατά]] προφύλαξιν].
|mltxt=και [[κοπρά]], η (ΑM [[κοπρία]], Μ και [[κοπρέα]])<br /><b>1.</b> [[περίττωμα]] ζώου<br /><b>2.</b> [[σωρός]] περιττωμάτων ζώων, [[κοπρώνας]] («καὶ ἐκάθητο ἐπὶ τῆς [[κοπρίας]] ἔξω τῆς πόλεως», ΠΔ)<br /><b>2.</b> ζωικό [[λίπασμα]] («Κύριε, ἄφες αὐτὴν καὶ τοῦτο τὸ [[ἔτος]], ἕως ὅτου σκάψω περὶ αὐτὴν καὶ βάλω κοπρίαν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βρομιά]], [[ακαθαρσία]]<br /><b>2.</b> [[άχρηστος]] και [[περιττός]] [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> σκάνδαλα, βρόμικες υποθέσεις («η [[έρευνα]] έδειξε πως υπάρχει πολλή [[κοπριά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />ζιζάνια και άλλα άχρηστα σώματα που έχουν αναμιχθεί με το [[σιτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κοπρία]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>. Ο τ. [[κοπρέα]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έα</i>. Ο τ. [[κοπριά]] <span style="color: red;"><</span> [[κοπρία]] ή <span style="color: red;"><</span> [[κοπρέα]] με καταβιβασμό του τόνου. Η [[συνίζηση]] της κατάλ. σε <i>ι</i>-<i>ιά</i>, συνηθισμένη σε τέτοιες περιπτώσεις, εμποδίστηκε από το [[σύμφωνο]] -<i>ρ</i>- [[κατά]] προφύλαξιν].
}}
}}

Revision as of 12:35, 15 February 2019

Greek Monolingual

και κοπρά, η (ΑM κοπρία, Μ και κοπρέα)
1. περίττωμα ζώου
2. σωρός περιττωμάτων ζώων, κοπρώνας («καὶ ἐκάθητο ἐπὶ τῆς κοπρίας ἔξω τῆς πόλεως», ΠΔ)
2. ζωικό λίπασμα («Κύριε, ἄφες αὐτὴν καὶ τοῦτο τὸ ἔτος, ἕως ὅτου σκάψω περὶ αὐτὴν καὶ βάλω κοπρίαν», ΚΔ)
νεοελλ.
1. βρομιά, ακαθαρσία
2. άχρηστος και περιττός άνθρωπος
3. μτφ. σκάνδαλα, βρόμικες υποθέσεις («η έρευνα έδειξε πως υπάρχει πολλή κοπριά»)
αρχ.
ζιζάνια και άλλα άχρηστα σώματα που έχουν αναμιχθεί με το σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κοπρία < κόπρος (Ι) + κατάλ. -ία. Ο τ. κοπρέα < κόπρος (Ι) + κατάλ. -έα. Ο τ. κοπριά < κοπρία ή < κοπρέα με καταβιβασμό του τόνου. Η συνίζηση της κατάλ. σε ι-ιά, συνηθισμένη σε τέτοιες περιπτώσεις, εμποδίστηκε από το σύμφωνο -ρ- κατά προφύλαξιν].