κραναήπεδος: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source
(21)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κραναήπεδος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[έδαφος]] τραχύ και πετρώδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρανα</i>-<i>ός</i> «[[πετρώδης]]» <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>στεφαν</i>-<i>ηφόρος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[πέδον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ακρή</i>-<i>πεδος</i>, <i>επί</i>-<i>πεδος</i>].
|mltxt=[[κραναήπεδος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[έδαφος]] τραχύ και πετρώδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρανα</i>-<i>ός</i> «[[πετρώδης]]» <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>στεφαν</i>-<i>ηφόρος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[πέδον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ακρή</i>-<i>πεδος</i>, <i>επί</i>-<i>πεδος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρᾰνᾰήπεδος:''' -ον ([[πέδον]]), αυτός που έχει σκληρό, βραχώδες [[έδαφος]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰνᾰήπεδος Medium diacritics: κραναήπεδος Low diacritics: κραναήπεδος Capitals: ΚΡΑΝΑΗΠΕΔΟΣ
Transliteration A: kranaḗpedos Transliteration B: kranaēpedos Transliteration C: kranaipedos Beta Code: kranah/pedos

English (LSJ)

ον,

   A with hard rocky soil, h.Ap.72.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰνᾰήπεδος: -ον, ἔχων ἔδαφος τραχὺ καὶ πετρῶδες, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 72.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au sol dur ou rocailleux.
Étymologie: κραναός, πέδον.

Greek Monolingual

κραναήπεδος, -ον (Α)
αυτός που έχει έδαφος τραχύ και πετρώδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανα-ός «πετρώδης» + συνδετικό φωνήεν -η- (πρβλ. στεφαν-ηφόρος) + -πεδος (< -πέδον), πρβλ. ακρή-πεδος, επί-πεδος].

Greek Monotonic

κρᾰνᾰήπεδος: -ον (πέδον), αυτός που έχει σκληρό, βραχώδες έδαφος, σε Ομηρ. Ύμν.