κρεατοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και κρεατοφαγάς και κρεατοφάς, ο<br />αυτός που έχει το [[κρέας]] ως βασικό [[είδος]] διατροφής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρεατο</i>- (<b>βλ.</b> <i>κρε</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αδη</i>-[[φάγος]], <i>χορτο</i>-[[φάγος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=και κρεατοφαγάς και κρεατοφάς, ο<br />αυτός που έχει το [[κρέας]] ως βασικό [[είδος]] διατροφής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρεατο</i>- (<b>βλ.</b> <i>κρε</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>-, [[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>), [[πρβλ]]. <i>αδη</i>-[[φάγος]], <i>χορτο</i>-[[φάγος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}

Revision as of 13:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κρεατοφαγάς και κρεατοφάς, ο
αυτός που έχει το κρέας ως βασικό είδος διατροφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρεο-) + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον), πρβλ. αδη-φάγος, χορτο-φάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].