κρυσταλλικός: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(22) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στους κρυστάλλους ή έχει [[μορφή]] ή [[σύνθεση]] κρυστάλλου<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> αυτός που αποτελείται από [[άθροισμα]] κρυστάλλων («κρυσταλλικά σώματα»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κρυσταλλική [[δομή]]» — η ιδιαίτερη [[διάταξη]] τών ατόμων σε έναν δεδομένο [[κρύσταλλο]] όπως αυτή καθορίζεται από τα σχετικά μεγέθη τους και από τις δυνάμεις που τά συνδέουν<br />β) «κρυσταλλική [[τάξη]]» — [[σύνολο]] κρυστάλλων οι οποίοι παρουσιάζουν τα [[ίδια]] στοιχεία συμμετρίας<br />γ) «κρυσταλλικό [[πέτρωμα]]» — [[πέτρωμα]] που αποτελείται εξ ολοκλήρου από κρυσταλλωμένα ορυκτά και δεν περιέχει υαλώδες υλικό<br />δ) «κρυσταλλικό [[πλέγμα]]» — απλοποιημένος [[τρόπος]] αναπαράστασης της διάταξης τών ατόμων σε ένα κρυσταλλικό στερεό<br />ε) «κρυσταλλικό [[σύστημα]]» — μια από τις [[επτά]] κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα ορισμένο κρυσταλλικό στερεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στους κρυστάλλους ή έχει [[μορφή]] ή [[σύνθεση]] κρυστάλλου<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> αυτός που αποτελείται από [[άθροισμα]] κρυστάλλων («κρυσταλλικά σώματα»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κρυσταλλική [[δομή]]» — η ιδιαίτερη [[διάταξη]] τών ατόμων σε έναν δεδομένο [[κρύσταλλο]] όπως αυτή καθορίζεται από τα σχετικά μεγέθη τους και από τις δυνάμεις που τά συνδέουν<br />β) «κρυσταλλική [[τάξη]]» — [[σύνολο]] κρυστάλλων οι οποίοι παρουσιάζουν τα [[ίδια]] στοιχεία συμμετρίας<br />γ) «κρυσταλλικό [[πέτρωμα]]» — [[πέτρωμα]] που αποτελείται εξ ολοκλήρου από κρυσταλλωμένα ορυκτά και δεν περιέχει υαλώδες υλικό<br />δ) «κρυσταλλικό [[πλέγμα]]» — απλοποιημένος [[τρόπος]] αναπαράστασης της διάταξης τών ατόμων σε ένα κρυσταλλικό στερεό<br />ε) «κρυσταλλικό [[σύστημα]]» — μια από τις [[επτά]] κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα ορισμένο κρυσταλλικό στερεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>crystal</i> <span style="color: red;"><</span> μσν. αγγλ. <i>cristal</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>crystallum</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρύσταλλος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:00, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στους κρυστάλλους ή έχει μορφή ή σύνθεση κρυστάλλου
2. χημ. αυτός που αποτελείται από άθροισμα κρυστάλλων («κρυσταλλικά σώματα»)
3. φρ. α) «κρυσταλλική δομή» — η ιδιαίτερη διάταξη τών ατόμων σε έναν δεδομένο κρύσταλλο όπως αυτή καθορίζεται από τα σχετικά μεγέθη τους και από τις δυνάμεις που τά συνδέουν
β) «κρυσταλλική τάξη» — σύνολο κρυστάλλων οι οποίοι παρουσιάζουν τα ίδια στοιχεία συμμετρίας
γ) «κρυσταλλικό πέτρωμα» — πέτρωμα που αποτελείται εξ ολοκλήρου από κρυσταλλωμένα ορυκτά και δεν περιέχει υαλώδες υλικό
δ) «κρυσταλλικό πλέγμα» — απλοποιημένος τρόπος αναπαράστασης της διάταξης τών ατόμων σε ένα κρυσταλλικό στερεό
ε) «κρυσταλλικό σύστημα» — μια από τις επτά κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα ορισμένο κρυσταλλικό στερεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. crystal < μσν. αγγλ. cristal < λατ. crystallum < κρύσταλλος.