κροτητός: Difference between revisions
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
(22) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κροτητός]], -ή, -όν (Α) [[κροτώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που όταν χτυπηθεί βγάζει ήχο («κτύπῳ δ' ἐπιρροθεῑ κροτητὸν ἀμὸν και πανάθλιον [[κάρα]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ κροτητά</i><br />α) είδη γλυκισμάτων<br />β) [[τμήμα]] εδάφους που έχει πατηθεί πολύ<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κροτητὰ ἅρματα» — ηχηρά ή θορυβώδη άρματα<br />β) «κροτητά πηκτίδων [[μέλη]]» — τραγούδια που παίζονται με [[πλήκτρο]]. | |mltxt=[[κροτητός]], -ή, -όν (Α) [[κροτώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που όταν χτυπηθεί βγάζει ήχο («κτύπῳ δ' ἐπιρροθεῑ κροτητὸν ἀμὸν και πανάθλιον [[κάρα]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ κροτητά</i><br />α) είδη γλυκισμάτων<br />β) [[τμήμα]] εδάφους που έχει πατηθεί πολύ<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κροτητὰ ἅρματα» — ηχηρά ή θορυβώδη άρματα<br />β) «κροτητά πηκτίδων [[μέλη]]» — τραγούδια που παίζονται με [[πλήκτρο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κροτητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[κροτέω]], χτυπημένος, αυτός που ηχεί από χτυπήματα, σε Αισχύλ.· [[θορυβώδης]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A stricken, sounding with blows, κάρα A.Ch. 428. 2 κ. ἅρματα rattling, bumping chariots, S.El.714; κροτητὰ πηκτίδων μέλη music struck from the harp, Id.Fr.241. II τὰ κροτητά, 1 cakes of some kind, E.Fr.467.4. 2 much-trodden places, Thphr.HP6.6.10.
Greek (Liddell-Scott)
κροτητός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., κτυπημένος, ἠχῶν ἐκ τῶν κτυπημάτων, κάρα Αἰσχύλ. Χο. 428. 2) κρ. ἅρματα, κροτοῦντα, θορυβωδῶς ἠχοῦντα, (πρβλ. κροτέω Ι), Σχόλ. εἰς Ἠλ. 714· κροτητὰ πηκτίδων μέλη, παιζόμενα διὰ τοῦ πλήκτρου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 227. ΙΙ. τὰ κροτητά, 1) εἴδη πλακουντίων, Εὐρ. Ἀποσπ. 470. 4. 2) καλῶς πεπατημένον μέρος (ἐπὶ ἐδάφους), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 retentissant;
2 frappé.
Étymologie: adj. verb. de κροτέω.
Greek Monolingual
κροτητός, -ή, -όν (Α) κροτώ
1. αυτός που όταν χτυπηθεί βγάζει ήχο («κτύπῳ δ' ἐπιρροθεῑ κροτητὸν ἀμὸν και πανάθλιον κάρα», Αισχύλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κροτητά
α) είδη γλυκισμάτων
β) τμήμα εδάφους που έχει πατηθεί πολύ
3. φρ. α) «κροτητὰ ἅρματα» — ηχηρά ή θορυβώδη άρματα
β) «κροτητά πηκτίδων μέλη» — τραγούδια που παίζονται με πλήκτρο.
Greek Monotonic
κροτητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του κροτέω, χτυπημένος, αυτός που ηχεί από χτυπήματα, σε Αισχύλ.· θορυβώδης, σε Σοφ.