κρυπτάδιος: Difference between revisions
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
(22) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρυπτάδιος]], -ον, θηλ. και -ία (Α)<br /><b>1.</b> [[κρυφός]], [[μυστικός]], [[λαθραίος]] («κρυπταδίη φιλότητι μιγήμεναι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>κρυπτάδια</i><br />[[κρυφά]], [[μυστικά]], [[λαθραία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κρυπταδίως</i> (Α)<br />[[κρυφά]], [[λαθραία]], [[μυστικά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρυπτός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλφ</i>-<i>άδιος</i>, <i>αμφ</i>-<i>άδιος</i>)]. | |mltxt=[[κρυπτάδιος]], -ον, θηλ. και -ία (Α)<br /><b>1.</b> [[κρυφός]], [[μυστικός]], [[λαθραίος]] («κρυπταδίη φιλότητι μιγήμεναι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>κρυπτάδια</i><br />[[κρυφά]], [[μυστικά]], [[λαθραία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κρυπταδίως</i> (Α)<br />[[κρυφά]], [[λαθραία]], [[μυστικά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρυπτός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλφ</i>-<i>άδιος</i>, <i>αμφ</i>-<i>άδιος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κρυπτάδιος:''' [ᾰ], -α, -ον ([[κρύπτω]]), [[μυστικός]], [[κρυφός]], [[λαθραίος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον (and ος, ον A.Ch.946 (lyr.)),
A secret, clandestine, κρυπταδίῃ φιλότητι Il.6.161; κρυπταδίου μάχας A. l.c.; κρυπτάδια φρονέοντα Il.1.542. Regul. Adv. -ίως Man.2.195, 6.182.
German (Pape)
[Seite 1515] heimlich, versteckt, verstohlen; κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι Il. 6, 161; κρυπτάδια φρονέειν 1, 541; κρυπταδίου μάχας. Aesch. Ch. 934; μηχανᾶσθαι κρυπτάδια Orph. Lith. 44.
Greek (Liddell-Scott)
κρυπτάδιος: ᾰ, α, ον, καὶ παρ’ Αἰσχύλ. ος, ον, (κρύπτω)· ― κρυπτός, κρύφιος, λαθραῖος, κρυπταδίῃ φιλότητι Ἰλ. Ζ. 166· κρυπταδίου μάχης Αἰσχύλ. Χο. 946· ― ὡς ἐπίρρ., κρυπτάδια Ἰλ. Α. 542.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
caché, secret ; κρυπτάδια φρονέειν IL avoir des pensées secrètes.
Étymologie: κρύπτω.
English (Autenrieth)
secret; κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμεν, ‘harbor secret counsels,’ Il. 1.542.
Greek Monolingual
κρυπτάδιος, -ον, θηλ. και -ία (Α)
1. κρυφός, μυστικός, λαθραίος («κρυπταδίη φιλότητι μιγήμεναι», Ομ. Ιλ.)
2. το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κρυπτάδια
κρυφά, μυστικά, λαθραία.
επίρρ...
κρυπταδίως (Α)
κρυφά, λαθραία, μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτός + κατάλ. -άδιος (πρβλ. αλφ-άδιος, αμφ-άδιος)].
Greek Monotonic
κρυπτάδιος: [ᾰ], -α, -ον (κρύπτω), μυστικός, κρυφός, λαθραίος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.