κυνόδους: Difference between revisions
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
(22) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] που ανήκουν στην [[οικογένεια]] [[αγρωστώδη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cynodon</i> <span style="color: red;"><</span> [[κυνόδων]] «[[κυνόδους]]»]. | |mltxt=ο<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] που ανήκουν στην [[οικογένεια]] [[αγρωστώδη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cynodon</i> <span style="color: red;"><</span> [[κυνόδων]] «[[κυνόδους]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κῠνόδους:''' -οντος, ὁ, [[κυνόδοντας]], σε Ξεν. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 30 December 2018
English (LSJ)
δοντος, ὁ,
A canine tooth, prop. of dogs, Arist.PA661b9, HA501b7; of lions, ib.579b12; of men, Hp.Aph.3.25, Epich.21 (in form κυνόδων); of horses, X.Eq.6.8, Arist.HA576b17; of a serpent's fang, Nic. Th.130, 231. 2 in pl., teeth of a saw, Ael.NA10.20.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνόδους: δοντος, ὁ, ὁ ὀξὺς μονοκόρυφος ὀδοὺς μεταξὺ τῶν τραπεζιτῶν καὶ τομέων ἑκατέρας σιαγόνος, κυρίως ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 3, π. Ζ. Ἱστ. 2. 3, 1., 6. 20, 11· ὡσαύτως ἐπὶ λεόντων, αὐτόθι 6. 31, 3· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ἐπίχ. 9 Ahr. (ἐν τῷ τύπῳ κυνόδων)· ἐπὶ ἵππων, Ξεν. Ἱππ. 6, 8, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 6. 22, 13· ἐπὶ τοῦ δηλητηριώδους ὀδόντος τῶν ὄφεων, Νικ. Θ. 130, 231, κτλ.
French (Bailly abrégé)
όδοντος (ὁ) :
1 dent canine des hommes et des animaux;
2 dent de scie.
Étymologie: κύων, ὀδούς.
Greek Monolingual
ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκουν στην οικογένεια αγρωστώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cynodon < κυνόδων «κυνόδους»].
Greek Monotonic
κῠνόδους: -οντος, ὁ, κυνόδοντας, σε Ξεν. κ.λπ.