κώδεια: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
(22)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κώδεια]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[κεφάλι]] («ὁ δὲ φή κώδειαν ἀνασχών», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[κεφαλή]] ή ο [[βολβός]] ορισμένων [[φυτών]], όπως λ.χ. του σκόρδου<br /><b>3.</b> η [[κάψα]] ορισμένων [[φυτών]], όπως λ.χ. της παπαρούνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ως [[αρχικός]] τ. θεωρείται η λ. [[κώδυια]]<br />οι λ. συνδέονται πιθ. με τα [[κώδων]] και [[κῶος]] «[[σπηλιά]], [[φυλακή]]»].
|mltxt=[[κώδεια]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[κεφάλι]] («ὁ δὲ φή κώδειαν ἀνασχών», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[κεφαλή]] ή ο [[βολβός]] ορισμένων [[φυτών]], όπως λ.χ. του σκόρδου<br /><b>3.</b> η [[κάψα]] ορισμένων [[φυτών]], όπως λ.χ. της παπαρούνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ως [[αρχικός]] τ. θεωρείται η λ. [[κώδυια]]<br />οι λ. συνδέονται πιθ. με τα [[κώδων]] και [[κῶος]] «[[σπηλιά]], [[φυλακή]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κώδεια:''' ἡ, [[κεφάλι]], σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κώδεια Medium diacritics: κώδεια Low diacritics: κώδεια Capitals: ΚΩΔΕΙΑ
Transliteration A: kṓdeia Transliteration B: kōdeia Transliteration C: kodeia Beta Code: kw/deia

English (LSJ)

ἡ,

   A head, ὁ δὲ φῆ, κώδειαν ἀνασχών Il.14.499; of plants, head, e.g. of garlic, bulb, Nic.Al.432; of the poppy, capsule, Gal. 12.73:—also κωδία, ἡ, dub. in Ar.Fr.117 (κώδυα Harp. Epit., κώδεια Suid.), f.l. for κώδεια in Poll.2.38, for κωδύα in Dsc.4.63 (pl.), Orib. 11 s.v. μικρὰ μήκων, for κώδυια in Arist.Pr.914b27; κώδειον or κυψέλ-ιον, Gloss. (cf. κώδυον); κωδίς, Hsch.; cf. κωδύα, κώδων 11.    II cup shaped like a poppy-head, in form κώδεα, Inscr.Délos298 A169 (pl.), 300 B13 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1540] ἡ, der Kopf, gew. der Mohnkopf, Et. M; Il. 14, 499; Nic. Al. 216; σκορόδοιο Nic. Al. 432.

Greek (Liddell-Scott)

κώδεια: ἡ, (κόττα) ἡ κεφαλή, ὁ δὲ φῆ, κώδειαν ἀνασχὼν Ἰλ. Ξ. 499· ἐπὶ φυτῶν, ἡ κεφαλὴ μήκωνος («παπαρούνας»), Νικ. Ἀλ. 432· οὕτω κωδία, ἡ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 166· καὶ ἐπὶ ἄλλων ὁμοίων φυτῶν, Θεοφρ., κτλ.· ὡσαύτως κωδίς, Ἡσύχ.· πρβλ. κωδύα, κώδων ΙΙ. ΙΙ. ἡ κωδία τῆς κλεψύδρας, ἡ κεφαλὴ αὐτῆς ἢ τὸ εὐρὺ αὐτῆς μέρος, Ἀριστ. Προβλ. 16. 8, 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
tête de pavot, d’oignon ; bulbe.
Étymologie: DELG inexpliqué.

English (Autenrieth)

poppy-head, Il. 14.499†.

Greek Monolingual

κώδεια, ἡ (Α)
1. κεφάλι («ὁ δὲ φή κώδειαν ἀνασχών», Ομ. Ιλ.)
2. η κεφαλή ή ο βολβός ορισμένων φυτών, όπως λ.χ. του σκόρδου
3. η κάψα ορισμένων φυτών, όπως λ.χ. της παπαρούνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ως αρχικός τ. θεωρείται η λ. κώδυια
οι λ. συνδέονται πιθ. με τα κώδων και κῶος «σπηλιά, φυλακή»].

Greek Monotonic

κώδεια: ἡ, κεφάλι, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).