μοναυλία: Difference between revisions
From LSJ
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μοναυλία]], ἡ (Α)<br />[[μόναυλος]] [[μονωδία]] που ψάλλεται με αυλό.———————— <b>(II)</b><br />[[μοναυλία]], ἡ (Α) [[μοναύλιος]]<br />μοναχική ζωή, [[αγαμία]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[μοναυλία]], ἡ (Α)<br />[[μόναυλος]] [[μονωδία]] που ψάλλεται με αυλό.———————— <b>(II)</b><br />[[μοναυλία]], ἡ (Α) [[μοναύλιος]]<br />μοναχική ζωή, [[αγαμία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μοναυλία:''' ἡ ([[αὐλή]]), μοναχική, εργένικη [[ζωή]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
English (LSJ)
(B), ἡ, (αὐλή)
A living alone, celibacy, Pl.Lg.721d, Ph.2.327.
μον-αυλία (A), ἡ, (αὐλός)
A solo on the flute, Poll.4.82.
German (Pape)
[Seite 201] ἡ, 1) das Spielen auf dem μόναυλος, Poll. 4, 82. – 2) das Alleinleben, die Einsamkeit, bes. auch das Unverheirathetsein, Plat. Legg. VI, 721 d.
Greek (Liddell-Scott)
μοναυλία: ἡ, (αὐλὸς) μονῳδία ἐπὶ αὐλοῦ, Πολυδ. Δ΄, 82.
French (Bailly abrégé)
2ας (ἡ) :
vie solitaire ; particul. veuvage.
Étymologie: μόνος, αὐλή.
Greek Monolingual
(I)
μοναυλία, ἡ (Α)
μόναυλος μονωδία που ψάλλεται με αυλό.———————— (II)
μοναυλία, ἡ (Α) μοναύλιος
μοναχική ζωή, αγαμία.