μοναυλία
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
(A), ἡ, (αὐλός) solo on the flute, Poll.4.82.
(B), ἡ, (αὐλή) living alone, celibacy, Pl.Lg.721d, Ph.2.327.
German (Pape)
[Seite 201] ἡ, 1) das Spielen auf dem μόναυλος, Poll. 4, 82. – 2) das Alleinleben, die Einsamkeit, bes. auch das Unverheirathetsein, Plat. Legg. VI, 721 d.
French (Bailly abrégé)
2ας (ἡ) :
vie solitaire ; particul. veuvage.
Étymologie: μόνος, αὐλή.
Russian (Dvoretsky)
μοναυλία: ἡ одинокая жизнь, одиночество Plat.
Greek (Liddell-Scott)
μοναυλία: ἡ, (αὐλὸς) μονῳδία ἐπὶ αὐλοῦ, Πολυδ. Δ΄, 82.
Greek Monolingual
(I)
μοναυλία, ἡ (Α)
μόναυλος μονωδία που ψάλλεται με αυλό.
(II)
μοναυλία, ἡ (Α) μοναύλιος
μοναχική ζωή, αγαμία.
Greek Monotonic
μοναυλία: ἡ (αὐλή), μοναχική, εργένικη ζωή, σε Πλάτ.