μακροτράχηλος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(24)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μακροτράχηλος]], -ον (AM, Μ και [[μακρυτράχηλος]])<br />αυτός που έχει μακρύ τράχηλο, μακρύ λαιμό, [[μακρολαίμης]].
|mltxt=[[μακροτράχηλος]], -ον (AM, Μ και [[μακρυτράχηλος]])<br />αυτός που έχει μακρύ τράχηλο, μακρύ λαιμό, [[μακρολαίμης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μακροτράχηλος:''' -ον, αυτός που έχει μακρύ λαιμό, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροτράχηλος Medium diacritics: μακροτράχηλος Low diacritics: μακροτράχηλος Capitals: ΜΑΚΡΟΤΡΑΧΗΛΟΣ
Transliteration A: makrotráchēlos Transliteration B: makrotrachēlos Transliteration C: makrotrachilos Beta Code: makrotra/xhlos

English (LSJ)

[τρᾰ], ον,

   A long-necked, AP5.134, Str.17.3.19 (Comp.), D.S.2.50, Gal.2.429 (Comp.).

Greek (Liddell-Scott)

μακροτράχηλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὸν τράχηλον, Ἀνθ. Π. 5. 135, Διόδ. 2. 50.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au long cou.
Étymologie: μακρός, τράχηλος.

Greek Monolingual

μακροτράχηλος, -ον (AM, Μ και μακρυτράχηλος)
αυτός που έχει μακρύ τράχηλο, μακρύ λαιμό, μακρολαίμης.

Greek Monotonic

μακροτράχηλος: -ον, αυτός που έχει μακρύ λαιμό, σε Ανθ.