μεμψιμοιρία: Difference between revisions

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
(24)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[μεμψιμοιρία]]) [[μεμψίμοιρος]]<br />η [[εκδήλωση]] του μεμψίμοιρου, [[παράπονο]] [[κατά]] της μοίρας, [[γκρίνια]].
|mltxt=η (Α [[μεμψιμοιρία]]) [[μεμψίμοιρος]]<br />η [[εκδήλωση]] του μεμψίμοιρου, [[παράπονο]] [[κατά]] της μοίρας, [[γκρίνια]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεμψῐμοιρία:''' ἡ недовольство своей судьбой, жалобы, ропот Arst., Luc.
}}
}}

Revision as of 06:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμψῐμοιρία Medium diacritics: μεμψιμοιρία Low diacritics: μεμψιμοιρία Capitals: ΜΕΜΨΙΜΟΙΡΙΑ
Transliteration A: mempsimoiría Transliteration B: mempsimoiria Transliteration C: mempsimoiria Beta Code: memyimoiri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A faultfinding, Hp.Ep.20, Arist.VV1251b25, Thphr.Char.17.1, Epicureusin PHerc. 176p.46V.

German (Pape)

[Seite 130] ἡ, Unzufriedenheit mit seinem Schicksale u. Klage darüber, Luc. Cronos. 16.

Greek (Liddell-Scott)

μεμψῐμοιρία: ἡ, τὸ μεμψιμοιρεῖν, παραπονεῖσθαι, Ἱππ. 1287, 9, Ἀριστ. π. Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 6.

Greek Monolingual

η (Α μεμψιμοιρία) μεμψίμοιρος
η εκδήλωση του μεμψίμοιρου, παράπονο κατά της μοίρας, γκρίνια.

Russian (Dvoretsky)

μεμψῐμοιρία: ἡ недовольство своей судьбой, жалобы, ропот Arst., Luc.